σχολαστής: Difference between revisions

From LSJ

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-οῡ, ὁ, Α [[σχολάζω]]<br /><b>1.</b> [[τεμπέλης]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[τεμπέλικος]] («σχολαστὴς [[βίος]]», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=-οῡ, ὁ, Α [[σχολάζω]]<br /><b>1.</b> [[τεμπέλης]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[τεμπέλικος]] («σχολαστὴς [[βίος]]», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''σχολαστής:''' -οῦ, ὁ ([[σχολάζω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που περνάει τη [[ζωή]] του στη [[σχόλη]], που αναπαύεται διαρκώς, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., αυτός που δεν ασχολείται με [[τίποτε]], που βρίσκεται σε [[απραξία]], [[άεργος]], [[αδρανής]]· [[βίος]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 02:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχολαστής Medium diacritics: σχολαστής Low diacritics: σχολαστής Capitals: ΣΧΟΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: scholastḗs Transliteration B: scholastēs Transliteration C: scholastis Beta Code: sxolasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who lives at ease, man of leisure, Com.Adesp.119, LXXEx.5.17, Plu.Brut.3.    II as Adj., leisurely, idle, βίος Id.Cic.3,2.135b; ἀργὸς καὶ σ. ὄχλος Id.Sol.22.

German (Pape)

[Seite 1058] ὁ, müßig, unthätig, βίος, Plut., ὄχλος Sol. 22.

Greek (Liddell-Scott)

σχολαστής: -οῦ, ὁ, ὁ σχολάζων, ὁ σχολὴν ἄγων, ὁ ζῶν ἐν σχολῇ, Λατ. homo otiosus, Κωμικ. Ἀντώνυμ. 8, Πλουτ. Βροῦτ. 3, κλπ. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ὡς τὸ σχολαστικός; , ὁ ἄνευ ἀσχολίας, ὁ ἀπρακτῶν, βίος ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 3, 2. 135Β· ἀργὸς καὶ σχολ. ὄχλος ὁ αὐτ. ἐν Σόλ. 22.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
oisif, désœuvré ; adj. σχολαστὴς βίος PLUT vie oisive.
Étymologie: σχολάζω.

Greek Monolingual

-οῡ, ὁ, Α σχολάζω
1. τεμπέλης
2. ως επίθ. τεμπέλικος («σχολαστὴς βίος», Πλούτ.).

Greek Monotonic

σχολαστής: -οῦ, ὁ (σχολάζω),
I. αυτός που περνάει τη ζωή του στη σχόλη, που αναπαύεται διαρκώς, σε Πλούτ.
II. ως επίθ., αυτός που δεν ασχολείται με τίποτε, που βρίσκεται σε απραξία, άεργος, αδρανής· βίος, στον ίδ.