τοιγάρ: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(συμπερ. [[μόριο]]) [[λοιπόν]], [[επομένως]], γι' αυτό («κέλεαί με... μυθήσασθαι μῆνιν Ἀπόλλωνος.... τοιγὰρ ἐγὼν [[ἐρέω]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόριο]] <i>τοί</i> (Ι) <span style="color: red;">+</span> <i>γάρ</i>].
|mltxt=Α<br />(συμπερ. [[μόριο]]) [[λοιπόν]], [[επομένως]], γι' αυτό («κέλεαί με... μυθήσασθαι μῆνιν Ἀπόλλωνος.... τοιγὰρ ἐγὼν [[ἐρέω]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόριο]] <i>τοί</i> (Ι) <span style="color: red;">+</span> <i>γάρ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τοιγάρ:'''<b class="num">1.</b> = [[τοί]] γε [[ἄρα]], έτσι [[λοιπόν]], [[επομένως]], [[συνεπώς]], σε Όμηρ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> επιτετ. [[τύπος]] [[τοιγαροῦν]], Ιων. [[τοιγαρῶν]], γι' αυτό [[λοιπόν]], σε Ξεν.· επίσης στους ποιητές, σε Σοφ. <b>3.[[τοιγάρτοι]]</b>, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 02:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοιγάρ Medium diacritics: τοιγάρ Low diacritics: τοιγάρ Capitals: ΤΟΙΓΑΡ
Transliteration A: toigár Transliteration B: toigar Transliteration C: toigar Beta Code: toiga/r

English (LSJ)

an inferential Particle,

   A therefore, accordingly, well then, κέλεαί με . . μυθήσασθαι μῆνιν Ἀπόλλωνος . . · τοιγὰρ ἐγὼν ἐρέω Il.1.76, cf. 10.427, Od.3.254, 8.402, A.Supp.309, Th.1038, Pers.607, S.Ant. 931 (anap.), 994, Aj.666, etc.; rare in Com. (Ar.Lys.516 (anap.), 901,902) and Prose (Hdt.8.114, Hp.Cord.10 (s. v. l.)); never in Att. Prose.    II strengthd. by other Particles, τοιγαροῦν, Ion. τοιγαρῶν, for that very reason, therefore, Hdt.4.149, Pl.Sph.234e, 246b, X.An.1.9.9, al., D.18.40, Arist.Pol.1271b3, etc.; also in Poets, as S.Aj.490, OT1519 (troch.), Ph.341, Ar.V.1098, etc.    2 τοιγάρτοι, Hdt.3.3, Th.6.38, And.1.108, Pl.Phd.82d, etc.; rare in Poets, Emp. 145, A.Supp.654 (lyr.), Ar.Ach.643 (anap.):—Hom. always inserts a word between τοιγάρ and τοι, τοιγὰρ ἐγώ τοι Il.10.413, Od.1.179, 214, al.—These forms must begin the sentence, exc. in late Gr., where τοιγαροῦν may be postponed, as Cleom.1.8, Wilcken Chr.491.7 (ii A. D.), Gal.Libr.Ord.2, Vett. Val.356.3, Sammelb.6222.12 (iii A. D.), Jul.Caes.318d. (It is doubtful whether τοι- contains the demonstr. stem το-.)

German (Pape)

[Seite 1124] Hom., Tragg., u. bes. in Prosa sehr häufige Verstärkung der enkl. Partikel τοί, dann also, deshalb also, demnach also, darum nun; τοιγὰρ ἐγὼν ἐρέω, Il. 1, 76, so werde ich denn also sprechen; vgl. 10, 427 Od. 8, 402. 16, 259. 23, 130; gew. zu Anfang einer Erzählung, Aesch. Spt. 1024 Pers. 599 u. öfter; Soph. τοιγὰρ ποιήσω, Trach. 1239, vgl. Ant. 922 Ai. 651; τοιγὰρ σὺ δέξαι με, El. 1165, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

τοιγάρ: τοί γε ἄρα, συμπερασματικὸν μόριον (πρβλ. τοίνυν), ὅθεν, δι’ ὅ, λοιπόν, ἑπομένως, διὰ ταῦτα, ἐν ἀρχῇ λόγου, τοιγὰρ ἐγὼν ἐρέω Ἰλ. Α. 76, Κ. 427, Ὀδ. Θ. 402, πρβλ. Γ. 254, κλπ. οὕτω καὶ Αἰσχύλ. ἐν Ἱκέτ. 309, Σοφ. Ἀντ. 931, 994, κλπ.· ἀλλ’ ἐν τῷ μέσῳ λόγου, Αἰσχύλ. Θήβ. 1033, Πέρσ. 607, Σοφ. Αἴ. 666· ― Παρὰ τοῖς πεζογράφοις ἔχομεν τοὺς ἐπιτεταμένους τύπους. 2) τοιγαροῦν, Ἰωνικ. τοιγαρῶν, Ἡρόδ. 4. 148, Πλάτ. Σοφ. 234Ε, 246Β, κλπ.· διὰ τοῦτο λοιπόν, τοιγαροῦν, ἐπεὶ Τισσαφέρνει ἐπολέμησε πᾶσαι αἱ πόλεις ἑκοῦσαι Κῦρον εἵλοντο ἀντὶ Τισσαφέρνους Ξεν. Ἀν. 1. 9, 9· ὡσαύτως παρὰ ποιηταῖς, οἷον Σοφ. Αἴ. 490, Ο. Τ. 1519, Φιλ. 341, κλπ. 3) τοιγάρτοι, Πλάτ. Φαίδων 82D, Γοργ. 471C, Πολ. 409Α, κλπ.· ὡσαύτως ἐν Αἰσχύλου Ἱκέτ. 655· ― ὁ Ὅμηρ. ἀείποτε παρεμβάλλει λέξιν μεταξὺ τοῦ τοιγὰρ καὶ τοῦ ἑπομένου τοι, τοιγὰρ ἐγώ τοι Ἰλ. Κ. 413, Ὀδ. Α. 179, 214, κλπ.· οὐ γάρ τοι Φ. 172· εἰ γάρ τοι Ρ. 513· ἦ γάρ τοι Π. 199. ― Οἱ τύποι οὗτοι ἀεὶ ἐν ἀρχῇ λόγου.

French (Bailly abrégé)

particule d’ord. au commenc. d’une phrase;
c’est pourquoi, aussi, eh ! bien donc.
Étymologie: τοί¹, γάρ.

Greek Monolingual

Α
(συμπερ. μόριο) λοιπόν, επομένως, γι' αυτό («κέλεαί με... μυθήσασθαι μῆνιν Ἀπόλλωνος.... τοιγὰρ ἐγὼν ἐρέω», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόριο τοί (Ι) + γάρ].

Greek Monotonic

τοιγάρ:1. = τοί γε ἄρα, έτσι λοιπόν, επομένως, συνεπώς, σε Όμηρ., Αττ.
2. επιτετ. τύπος τοιγαροῦν, Ιων. τοιγαρῶν, γι' αυτό λοιπόν, σε Ξεν.· επίσης στους ποιητές, σε Σοφ. 3.τοιγάρτοι, σε Πλάτ.