τρομερός: Difference between revisions
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
(42) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[τρομερός]],-ά, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Α<br />αυτός που προξενεί τρόμο, [[φοβερός]] (α. «τρομερό [[θέαμα]]» β. «ἀλλ' ἧ Κρονίου Πανὸς τρομερᾷ μάστιγι φοβεῑ;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (συνεκδ. και μτφ.) α) πολύ [[μεγάλος]], [[τεράστιος]], [[ισχυρός]] («τρομερή [[μνήμη]]»)<br />β) (<b>για πρόσ.</b>) (με θετ. και αρνητική σημ.) πολύ [[ικανός]], [[δεινός]] (α. «[[τρομερός]] [[ομιλητής]]» β. «[[τρομερός]] [[χαρτοπαίκτης]]»)<br />γ) (<b>για πράγμ.</b>) πολύ [[ισχυρός]] («[[τρομερός]] [[θόρυβος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[είναι]] τρομερό»<br />(ενν. [[πράγμα]]) [[είναι]] ανυπόφορο («[[είναι]] τρομερό να μην μπορείς να μιλήσεις για να αποδείξεις το δίκιο σου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τρέμει («γηραιῷ ποδὶ τρομερὰν [[ἕλκω]] ποδὸς βάσιν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> τρομαγμένος, [[περιδεής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τρομερά</i> Ν<br /><b>(καταχρ.)</b> σε πολύ μεγάλο βαθμό, υπερβολικά («[[είναι]] τρομερά ζηλιάρης»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρόμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ζοφ</i>-<i>ερός</i>, <i>φοβ</i>-<i>ερός</i>)]. | |mltxt=-ή, -ό / [[τρομερός]],-ά, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Α<br />αυτός που προξενεί τρόμο, [[φοβερός]] (α. «τρομερό [[θέαμα]]» β. «ἀλλ' ἧ Κρονίου Πανὸς τρομερᾷ μάστιγι φοβεῑ;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (συνεκδ. και μτφ.) α) πολύ [[μεγάλος]], [[τεράστιος]], [[ισχυρός]] («τρομερή [[μνήμη]]»)<br />β) (<b>για πρόσ.</b>) (με θετ. και αρνητική σημ.) πολύ [[ικανός]], [[δεινός]] (α. «[[τρομερός]] [[ομιλητής]]» β. «[[τρομερός]] [[χαρτοπαίκτης]]»)<br />γ) (<b>για πράγμ.</b>) πολύ [[ισχυρός]] («[[τρομερός]] [[θόρυβος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[είναι]] τρομερό»<br />(ενν. [[πράγμα]]) [[είναι]] ανυπόφορο («[[είναι]] τρομερό να μην μπορείς να μιλήσεις για να αποδείξεις το δίκιο σου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τρέμει («γηραιῷ ποδὶ τρομερὰν [[ἕλκω]] ποδὸς βάσιν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> τρομαγμένος, [[περιδεής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τρομερά</i> Ν<br /><b>(καταχρ.)</b> σε πολύ μεγάλο βαθμό, υπερβολικά («[[είναι]] τρομερά ζηλιάρης»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρόμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ζοφ</i>-<i>ερός</i>, <i>φοβ</i>-<i>ερός</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρομερός:''' -ά, -όν ([[τρέμω]]), αυτός που τρέμει, σε Ευρ.· [[τρεμάμενος]] από φόβο, φοβισμένος, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[φοβερός]], αυτός που προκαλεί φόβο και τρόμο, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ά, όν,
A trembling, χεῖρες Hp.Acut. (Sp.) 23 (where Gal.15.827 prefers τρομώδης) ; βάσις E.Ph.304 (lyr.); γήρᾳ τ. γυῖα Id.HF231; prob. so in Sapph.Supp.10.4. 2 trembling for fear, quaking, E.Tr. 176 (anap.), al.; δεῖμα A.R.4.53. II fearful, μάστιξ E.Rh.36 (anap.), cf. PMag.Par.1.266,357, PMag.Leid.V.4.30.
Greek (Liddell-Scott)
τρομερός: -ά, -όν, ὁ τρέμων, τρ. γήρᾳ Εὐρ. Φοίν. 303, Ἡρ. Μαιν. 231. 2) τρέμων ἐκ φόβου, πεφοβημένος, Τρῳ. 176, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, φοβερός, φόβον καὶ τρόμον ἐμποιῶν, Πανὸς τρομερᾷ μάστιγι φοβεῖ ὁ αὐτ. ἐν Ρήσῳ 36.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 tremblant ; particul. tremblant de crainte;
2 qui fait trembler, terrible.
Étymologie: τρόμος.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τρομερός,-ά, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Α
αυτός που προξενεί τρόμο, φοβερός (α. «τρομερό θέαμα» β. «ἀλλ' ἧ Κρονίου Πανὸς τρομερᾷ μάστιγι φοβεῑ;», Ευρ.)
νεοελλ.
1. (συνεκδ. και μτφ.) α) πολύ μεγάλος, τεράστιος, ισχυρός («τρομερή μνήμη»)
β) (για πρόσ.) (με θετ. και αρνητική σημ.) πολύ ικανός, δεινός (α. «τρομερός ομιλητής» β. «τρομερός χαρτοπαίκτης»)
γ) (για πράγμ.) πολύ ισχυρός («τρομερός θόρυβος»)
2. φρ. «είναι τρομερό»
(ενν. πράγμα) είναι ανυπόφορο («είναι τρομερό να μην μπορείς να μιλήσεις για να αποδείξεις το δίκιο σου»)
αρχ.
1. αυτός που τρέμει («γηραιῷ ποδὶ τρομερὰν ἕλκω ποδὸς βάσιν», Ευρ.)
2. τρομαγμένος, περιδεής.
επίρρ...
τρομερά Ν
(καταχρ.) σε πολύ μεγάλο βαθμό, υπερβολικά («είναι τρομερά ζηλιάρης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόμος + κατάλ. -ερός (πρβλ. ζοφ-ερός, φοβ-ερός)].
Greek Monotonic
τρομερός: -ά, -όν (τρέμω), αυτός που τρέμει, σε Ευρ.· τρεμάμενος από φόβο, φοβισμένος, στον ίδ.
II. φοβερός, αυτός που προκαλεί φόβο και τρόμο, στον ίδ.