λιμηρός: Difference between revisions

From LSJ

κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue

Source
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λιμηρός]], -ά- -όν (Α)<br />[[πειναλέος]], αυτός που προκαλεί [[πείνα]] («[[πρέπει]] λιμηρὸν ἔρωτα μυθίσδεν τᾷ ματρὶ κατ' εὐνὰν ὀρθρευοίσᾷ», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιμός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μελετ</i>-<i>ηρός</i>, <i>υδατ</i>-<i>ηρός</i>)].———————— <b>(II)</b><br />[[λιμηρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός πού έχει καλό λιμένα, [[ευλίμενος]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) <b>το θηλ.</b> [[επίθετο]] της Επιδαύρου στη Λακωνία («εὐλίμενον δὲ οὖσαν, βραχέως... λιμηράν εἰρῆσθαι, ὡς ἂν λιμενηράν», <b>Απολλόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιμήν]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i>, [[αντί]] του αναμενόμενου τ. [[λιμενηρός]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λιμηρός]], -ά- -όν (Α)<br />[[πειναλέος]], αυτός που προκαλεί [[πείνα]] («[[πρέπει]] λιμηρὸν ἔρωτα μυθίσδεν τᾷ ματρὶ κατ' εὐνὰν ὀρθρευοίσᾷ», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιμός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μελετ</i>-<i>ηρός</i>, <i>υδατ</i>-<i>ηρός</i>)].———————— <b>(II)</b><br />[[λιμηρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός πού έχει καλό λιμένα, [[ευλίμενος]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) <b>το θηλ.</b> [[επίθετο]] της Επιδαύρου στη Λακωνία («εὐλίμενον δὲ οὖσαν, βραχέως... λιμηράν εἰρῆσθαι, ὡς ἂν λιμενηράν», <b>Απολλόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιμήν]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i>, [[αντί]] του αναμενόμενου τ. [[λιμενηρός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῐμηρός:''' -ά, -όν ([[λιμήν]]), εξοπλισμένος με καλό [[λιμάνι]], αυτός που διαθέτει καλό [[λιμάνι]], σε Θουκ.<br /><b class="num">• λῑμηρός:</b> -ά, -όν ([[λιμός]]), [[πειναλέος]], αυτός που προκαλεί [[πείνα]], σε Θεόκρ., σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 20:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῑμηρός Medium diacritics: λιμηρός Low diacritics: λιμηρός Capitals: ΛΙΜΗΡΟΣ
Transliteration A: limērós Transliteration B: limēros Transliteration C: limiros Beta Code: limhro/s

English (LSJ)

ά, όν, (λιμός)

   A hungry, causing hunger, ἔρως Theoc.10.57; ἐργασίη AP6.47 (Antip. Sid.), cf. 285 (Nicarch.), 7.546, Alciphr.1.9, etc.
λῐμηρός, ά, όν, (λιμήν)

   A furnished with a good harbour, special epith. of Epidaurus in Laconia, Th.4.56, 7.26; εὐλίμενον δὲ οὖσαν, βραχέως . . λιμηρὰν εἰρῆσθαι, ὡς ἂν λιμενηράν Apollod. ap. Str.8.6.1.

German (Pape)

[Seite 47] mit einem Hafen versehen, für λιμενηρός, Strab. 8, 6, 1, s. Ἐπίδαυρος nom. propr.

Greek (Liddell-Scott)

λῑμηρός: -ά, -όν, (λιμὸς) πειναλέος, παράγων πεῖναν, ἔρως Θεόκρ. 10. 57· ἐργασία Ἀνθ. Π. 6. 47, πρβλ. 285., 7. 246, Ἀλκίφρων 1. 9, κτλ.

French (Bailly abrégé)

1ά, όν :
affamé ; pauvre, misérable.
Étymologie: λιμός.
2ά, όν :
doté d’un bon port.
Étymologie: λιμήν.

Greek Monolingual

(I)
λιμηρός, -ά- -όν (Α)
πειναλέος, αυτός που προκαλεί πείναπρέπει λιμηρὸν ἔρωτα μυθίσδεν τᾷ ματρὶ κατ' εὐνὰν ὀρθρευοίσᾷ», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + κατάλ. -ηρός (πρβλ. μελετ-ηρός, υδατ-ηρός)].———————— (II)
λιμηρός, -ά, -όν (Α)
1. αυτός πού έχει καλό λιμένα, ευλίμενος
2. (ειδικά) το θηλ. επίθετο της Επιδαύρου στη Λακωνία («εὐλίμενον δὲ οὖσαν, βραχέως... λιμηράν εἰρῆσθαι, ὡς ἂν λιμενηράν», Απολλόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμήν + κατάλ. -ηρός, αντί του αναμενόμενου τ. λιμενηρός].

Greek Monotonic

λῐμηρός: -ά, -όν (λιμήν), εξοπλισμένος με καλό λιμάνι, αυτός που διαθέτει καλό λιμάνι, σε Θουκ.
• λῑμηρός: -ά, -όν (λιμός), πειναλέος, αυτός που προκαλεί πείνα, σε Θεόκρ., σε Ανθ.