έρδω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔρδω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ενεργώ]], [[εκτελώ]] (α. ἔρξον, [[ὅπως]] ἐθέλεις, <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἔρδειν ἔργα βίαια», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θυσιάζω]] (α. «[[κατά]] βωμοὺς ἔρδομεν ἀθανάτοισι τεληέσσας ἐκατόμβας», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «οὐδ’ ἔρδειν μακάρων ίεροῑς ἐπὶ βωμοῑς», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> (<i>F</i>)[[έρδω]] <span style="color: red;"><</span> <i>Fέρζδω</i> <span style="color: red;"><</span> (<i>F</i>)<i>εργjω</i><br />το ρ. [[έρδω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>werĝ</i>- «[[κάνω]]» (πρβλ. [[έργον]], [[ρέζω]]). Συνδέεται με ενεστ. αβεστ. <i>v∂r∂zyeiti</i> = γοτθ. <i>waurkeip</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>wurchit</i>, οι οποίοι όμως σχηματίστηκαν από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>wrĝ</i>-<i>ieti</i>, ενώ το [[έρδω]] διατήρησε την απαθή. Η [[χρήση]] του ρ. υποχώρησε [[νωρίς]] [[έναντι]] τών συνωνύμων: [[εργάζομαι]], [[ποιώ]], [[πράττω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[έργμα]], [[έρκτωρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[απέρδω]], [[προσέρδω]], [[συνέρδω]].
|mltxt=[[ἔρδω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ενεργώ]], [[εκτελώ]] (α. ἔρξον, [[ὅπως]] ἐθέλεις, <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἔρδειν ἔργα βίαια», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θυσιάζω]] (α. «[[κατά]] βωμοὺς ἔρδομεν ἀθανάτοισι τεληέσσας ἐκατόμβας», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «οὐδ’ ἔρδειν μακάρων ίεροῑς ἐπὶ βωμοῑς», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> (<i>F</i>)[[έρδω]] <span style="color: red;"><</span> <i>Fέρζδω</i> <span style="color: red;"><</span> (<i>F</i>)<i>εργjω</i><br />το ρ. [[έρδω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>werĝ</i>- «[[κάνω]]» (πρβλ. [[έργον]], [[ρέζω]]). Συνδέεται με ενεστ. αβεστ. <i>v∂r∂zyeiti</i> = γοτθ. <i>waurkeip</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>wurchit</i>, οι οποίοι όμως σχηματίστηκαν από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>wrĝ</i>-<i>ieti</i>, ενώ το [[έρδω]] διατήρησε την απαθή. Η [[χρήση]] του ρ. υποχώρησε [[νωρίς]] [[έναντι]] τών συνωνύμων: [[εργάζομαι]], [[ποιώ]], [[πράττω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[έργμα]], [[έρκτωρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[απέρδω]], [[προσέρδω]], [[συνέρδω]].
}}
}}

Revision as of 22:01, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἔρδω (Α)
1. ενεργώ, εκτελώ (α. ἔρξον, ὅπως ἐθέλεις, Ομ. Ιλ.
β. «ἔρδειν ἔργα βίαια», Ομ. Οδ.)
2. θυσιάζω (α. «κατά βωμοὺς ἔρδομεν ἀθανάτοισι τεληέσσας ἐκατόμβας», Ομ. Ιλ.
β. «οὐδ’ ἔρδειν μακάρων ίεροῑς ἐπὶ βωμοῑς», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < (F)έρδω < Fέρζδω < (F)εργjω
το ρ. έρδω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα werĝ- «κάνω» (πρβλ. έργον, ρέζω). Συνδέεται με ενεστ. αβεστ. v∂r∂zyeiti = γοτθ. waurkeip, αρχ. άνω γερμ. wurchit, οι οποίοι όμως σχηματίστηκαν από τη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας wrĝ-ieti, ενώ το έρδω διατήρησε την απαθή. Η χρήση του ρ. υποχώρησε νωρίς έναντι τών συνωνύμων: εργάζομαι, ποιώ, πράττω.
ΠΑΡ. αρχ. έργμα, έρκτωρ.
ΣΥΝΘ. αρχ. απέρδω, προσέρδω, συνέρδω.