ἀγνόημα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγνόημα:''' τό ([[ἀγνοέω]]), [[σφάλμα]] από [[άγνοια]], από [[λάθος]], [[παραδρομή]], [[παράβλεψη]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἀγνόημα:''' τό ([[ἀγνοέω]]), [[σφάλμα]] από [[άγνοια]], από [[λάθος]], [[παραδρομή]], [[παράβλεψη]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγνόημα:''' ατος τό неведение, заблуждение Plut.
}}
}}

Revision as of 06:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγνόημα Medium diacritics: ἀγνόημα Low diacritics: αγνόημα Capitals: ΑΓΝΟΗΜΑ
Transliteration A: agnóēma Transliteration B: agnoēma Transliteration C: agnoima Beta Code: a)gno/hma

English (LSJ)

τό,

   A fault of ignorance, oversight, ψυχῆς Gorg.Hel. 19, ἀ. ἕτερον προσαγνοεῖν Thphr.HP9.4.8, cf. D.S.1.1, Hipparch. 1.3.11, LXX To.3.3, Ep.Heb.9.7; in pl., opp. ἁμαρτήματα, PTeb.5.3 (ii B. C.).    II ignorance, περί τινος Str.7.2.4.   III object of ἄγνοια, Dam.Pr.7.

German (Pape)

[Seite 17] τό, Irrthum, Versehen, Theophr., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγνόημα: τό, σφάλμα ἐξ ἀγνοίας, παραδρομή, ἁμάρτημα, ἀγνόημα ἕτερον προσαγνοεῖν, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 9.4, 8. πρβλ. Ἑβδ. καὶ Κ. Δ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 ignorance;
2 faute par ignorance, erreur.
Étymologie: ἀγνοέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1error, falta cometida por ignorancia ψυχῆς Gorg.B 11.19
esp. de errores científicos, políticos μεῖζον ἕτερον ἀ. προσηγνόουν Thphr.HP 9.4.8, cf. Hipparch.1.3.11, D.S.1.1, ὅτι ὅλον τὸ ἀ. ἐστι περὶ τὸν μῦθον D.Chr.60.2, cf. LXX Ge.43.12
falta por ignorancia, yerro frec. falta leve ἁμαρτίαι καὶ ἀγνοήματα LXX To.3.3, τοῦ λαοῦ Ep.Hebr.9.7.
2 infracción involuntaria ἀφιᾶσι τοὺς ὑπὸ τὴν βασιλήαν πάντας ἀγνοημάτων ἁμαρτημάτων amnistían a todos los sujetos del reino de sus infracciones involuntarias o intencionadas, COrd.Ptol.53bis.3 (II a.C.), cf. ID 1518.2 (II a.C.), LXX 1Ma.13.39.
II 1ignorancia οὐκ οἶδ' ὅ τι λέγω ... τό τ' ἀγνόημα τοῦτ' ἔχει μοι κατὰ τρόπον no sé qué decir ... y esta ignorancia es para mí apropiada Men.(?) en PKöln 203.B.14, c. περί y gen., Str.7.2.4.
2 objeto de la ignorancia Dam.Pr.7.

English (Abbott-Smith)

ἀγνόημα, -τός, τό (< ἀγνοέω), [in LXX: Ge 43:12 (מִשְׁגֶּה), To 3:3, Jth 5:20, Si 23:2 51:19, I Mac 13:39 * ;]
a sin of ignorance (so in π.; v. MM, VGT, s.v.): He 9:7. †

English (Strong)

from ἀγνοέω; a thing ignored, i.e. shortcoming: error.

English (Thayer)

(τος τό, a sin (strictly, that committed through ignorance or thoughtlessness (A. V. error)): ἀγνοέω, c. (and Trench, § lxvi.).

Greek Monotonic

ἀγνόημα: τό (ἀγνοέω), σφάλμα από άγνοια, από λάθος, παραδρομή, παράβλεψη, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀγνόημα: ατος τό неведение, заблуждение Plut.