ἀΐδηλος: Difference between revisions
(2) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀΐδηλος:''' [ῐ], Δωρ. -ᾱλος, <i>-ον</i> (*[[εἴδω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κάνει [[κάτι]] αόρατο, [[καταστρεπτικός]], [[καταστροφικός]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίρρ. <i>-λως = ὀλεθρίως</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[αόρατος]], [[άγνωστος]], [[σκοτεινός]], σε Ησίοδ. | |lsmtext='''ἀΐδηλος:''' [ῐ], Δωρ. -ᾱλος, <i>-ον</i> (*[[εἴδω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κάνει [[κάτι]] αόρατο, [[καταστρεπτικός]], [[καταστροφικός]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίρρ. <i>-λως = ὀλεθρίως</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[αόρατος]], [[άγνωστος]], [[σκοτεινός]], σε Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀΐδηλος:''' дор. [[ἀΐδαλος|ἀΐδᾱλος]] 2 (ῐ)<br /><b class="num">1)</b> делающий невидимым, т. е. губительный ([[πῦρ]], [[Ἄρης]], [[ἀνήρ]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> невидимый, неведомый, таинственный ([[ἱερά]] Hes.);<br /><b class="num">3)</b> мрачный ([[Ἃιδης]] Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:44, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], Dor. ἀΐδᾱλος, ον, (ἀ- priv., Φιδεῖν)
A making unseen, annihilating, destructive: in Hom., as epith. of Ares and Athena, Il.5.897,880; πῦρ ἀ. 2.455, al., Emp.109; ἠελίοιο ἔργ' ἀΐδηλα Parm.10.3; ἀΐδαλος τύχα Epigr.Gr.240.5 (Smyrna); ἄτη Opp.H.2.487; πότμος ib.1.150. Adv. -λως, = ὀλεθρίως, Il.21.220. II Pass., unseen, unknown, obscure, v.l. in Il.2.318, cf. Hes.Op.756, A.R.1.102, al.; unforeseen, ib.298; formless,4.681; unsubstantial, φρίκη Nic. Th.727; as epith. of Hades, dark, gloomy, S.Aj.608 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀΐδηλος: [ῐ], Δωρ. ἀΐδᾱλος, ον, (α στερητ. Fιδεῖν) = ὁ καθιστῶν τι ἀόρατον, ὁ ἐξαφανίζων, καταστρέφων· (πρβλ. ἀφανίζω): οὕτω πάντοτε παρ’ Ὁμ., ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἄρεως, τῆς Ἀθηνᾶς, κτλ. Ἰλ. Ε. 897· ἀλλὰ πρὸ πάντων ἐπὶ τοῦ πυρός· Β. 455 κτλ.: - μεταγεν. τύχα, Συλλ. Ἐπιγρ. 3328. 5· Ὀππ. Ἁλ. 2. 487· πότμος, αὐτόθι 1. 150· ἀΐδαλος τύχα, Ἀνθ. Π. (παράρτ.) 200. - Ἐπίρρ. -λως, = ὀλεθρίως, Ἰλ. Φ. 220. ΙΙ. παθ. ἀόρατος, ἄγνωστος, σκοτεινός, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 754. Παρμενίδ. 135· - ὡς ἐπίθ. τοῦ ᾍδου εἴτε ἐν τῇ Ὁμηρ. σημασ., εἴτε = σκοτεινός, ἀμαυρός, Σοφ. Αἴ. 608 (λυρ.) - Λέξις ποιητ. περὶ ἧς ἴδε Βουττμ. Λεξιλ. ἐν λέξ. - πρβλ. ἀΐζηλος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui rend invisible, qui fait disparaître, destructeur;
2 sombre, obscur.
Étymologie: ἀ, ἰδεῖν.
Greek Monotonic
ἀΐδηλος: [ῐ], Δωρ. -ᾱλος, -ον (*εἴδω),
I. αυτός που κάνει κάτι αόρατο, καταστρεπτικός, καταστροφικός, σε Ομήρ. Ιλ.· επίρρ. -λως = ὀλεθρίως, στο ίδ.
II. Παθ., αόρατος, άγνωστος, σκοτεινός, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀΐδηλος: дор. ἀΐδᾱλος 2 (ῐ)
1) делающий невидимым, т. е. губительный (πῦρ, Ἄρης, ἀνήρ Hom.);
2) невидимый, неведомый, таинственный (ἱερά Hes.);
3) мрачный (Ἃιδης Soph.).