ἀλλογενής: Difference between revisions

From LSJ

Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb

Menander, Monostichoi, 425
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλλογενής:''' -ές ([[γένος]]), καταγόμενος από [[άλλη]] [[φυλή]], [[ξένος]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἀλλογενής:''' -ές ([[γένος]]), καταγόμενος από [[άλλη]] [[φυλή]], [[ξένος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλλογενής:''' иноплеменный NT.
}}
}}

Revision as of 05:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλογενής Medium diacritics: ἀλλογενής Low diacritics: αλλογενής Capitals: ΑΛΛΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: allogenḗs Transliteration B: allogenēs Transliteration C: allogenis Beta Code: a)llogenh/s

English (LSJ)

ές,

   A of another race, OGI598, LXX Ge.17.27, al., Ev.Luc. 17.18, Agath.4.5, Ps.-Callisth.3.26.

German (Pape)

[Seite 103] ές, von anderem Volke, LXX, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλογενής: -ές, ἐξ ἄλλου γένους ἢ φυλῆς, ξένος, Ἑβδ., Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιζϳ, 18.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d’une autre race, étranger ; pas Juif NT.
Étymologie: ἄλλος, γένος.

English (Strong)

from ἄλλος and γένος; foreign, i.e. not a Jew: stranger.

English (Thayer)

(ες (ἄλλος and γένος), sprung from another race, a foreigner, alien: Sept. (Exodus 12:43, etc.), but nowhere in secular writings.)

Greek Monolingual

-ές (Α ἀλλογενής)
αυτός που ανήκει σε άλλο γένος, σε άλλη φυλή, ο ξένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο- + -γενὴς < γένος].

Greek Monotonic

ἀλλογενής: -ές (γένος), καταγόμενος από άλλη φυλή, ξένος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀλλογενής: иноплеменный NT.