ἀμύητος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμύητος:''' -ον ([[μυέω]]),<br /><b class="num">I.</b> μη μυημένος, [[ανόσιος]], [[βέβηλος]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> στον Γοργ. του Πλάτ. όπως αν προερχόταν από το [[μύω]] = οὐ δυνάμενος μύειν, ο [[αδύνατος]] να συγκρατήσει, αυτός που παρουσιάζει [[διαρροή]], που στάζει.
|lsmtext='''ἀμύητος:''' -ον ([[μυέω]]),<br /><b class="num">I.</b> μη μυημένος, [[ανόσιος]], [[βέβηλος]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> στον Γοργ. του Πλάτ. όπως αν προερχόταν από το [[μύω]] = οὐ δυνάμενος μύειν, ο [[αδύνατος]] να συγκρατήσει, αυτός που παρουσιάζει [[διαρροή]], που στάζει.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμύητος:''' [[μυέω]] непосвященный (в религиозные таинства) Lys., Arph., Plat., Plut., Anth.<br />[[μύω]] плохо закрытый, дырявый, имеющий течь (ὡς [[πίθος]] τετρημένος Plat.).
}}
}}

Revision as of 16:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμύητος Medium diacritics: ἀμύητος Low diacritics: αμύητος Capitals: ΑΜΥΗΤΟΣ
Transliteration A: amýētos Transliteration B: amyētos Transliteration C: amyitos Beta Code: a)mu/htos

English (LSJ)

ον,

   A uninitiated, profane, And.1.12, Lys.6.51; ἀ. καὶ ἀτέλεστος Pl.Phd.69c: c. gen., ἀ. Ἀφροδίτης not admitted into mysteries of Aphrodite, Aristaenet.1.14; ὠδίνων, of Artemis, Orph.H.36.4.    2 μυήσεις ἀ. no true initiations, Ph.1.156.    II not closed, open, Philostr.Gym.29 codd.; with play on both meanings, leaky, Pl.Grg. 493a, 493b.

German (Pape)

[Seite 130] 1) uneingeweiht, Andoc. 1, 11; καὶ ἀτέλεστος Plat. Phaed. 69 c; in die Liebesmvsterien, Strat. 47. 53 (XII, 205. 211). – 2) ungeschlossen, Plat. Gorg. 493 b, in einem Wortspiele.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμύητος: -ον, ὁ μὴ μεμυημένος, ἀνόσιος, βέβηλος, Ἀνδοκ. 2. 38· Λυσ. 107. 38· ἀμ. καὶ ἀτέλεστος Πλάτ. Φαίδ. 69C: μ. γεν., ἀμ. Ἀφροδίτης, ὁ μὴ γενόμενος δεκτὸς εἰς τὰ μυστήρια τῆς Ἀφροδίτης, Ἀρισταιν. Ἐπιστ. 14. ΙΙ. ἐν Πλάτ. Γοργ. 493Α, Β, ἡ λέξις ἔχει δευτερεύουσάν τινα ἔννοιαν, ὡς εἰ ἠτυμολογεῖτο ἐκ τοῦ μύω, δηλ. ὁ μὴ δυνάμενος μύειν, «ὅ ἐστ. ὁ μὴ στεγανός, ὡς πίθος τετρημένος ὅστις στάζει.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non initié aux mystères, profane.
Étymologie: ἀ, μυέω.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): cret. ἀμύω- ICr.4.14b (Gortina)
I 1no iniciado en los misterios eleusinos, And.Myst.12, Lys.6.51, Pl.Phd.69c, Arist.Rh.1405a20
en gener. IG 5(1).1390.36 (Mesenia I a.C.), Luc.Salt.15, Nau.11, Artem.2.39, D.S.3.62, Plu.2.418d
prov. Ἑρμής ἀμύητος irón. de la persona muy experta en algo, Diogenian.1.4.63.
2 fig. abs. no iniciado en el conocimiento filosófico, Pl.Tht.155e, τοὺς ἀνοήτους ἀμυήτους (ὠνόμασε) Philol.B 14, de los no bautizados, Cyr.Al.M.74.512B
c. gen. no iniciado, desconocedor, profano κώμων AP 5.112 (Phld.), ἀ. Ἀφροδίτης no iniciado en el amor Aristaenet.1.14.11, cf. Ach.Tat.5.26.10, ὠδίνων de Ártemis, Orph.H.36.4, τῆς συνήθους παιδείας Erot.Fr.Pap.Parth.7, cf. Ph.1.206, τῶν πραγμάτων SB 7268 (II a.C.), θαλάμων ἀ. soltero, IGBulg.12.220.3 (Odesos I/II a.C.), cf. Orác. en Didyma 501.7, ἔρωτος de Atenea, Orác. en ZPE 8.94.12 (Dídima), Opp.C.1.34, Isid.Pel.Ep.M.78.868B, τῆς θεωρίας Vett.Val.238.24, τῶν νέρθεν Heraclit.All.34, de los que ignoran la Escritura, Hippol.Haer.5.8
neutr. plu. como adv. οὐκ ἀμύητα γελᾷ AP 12.205 (Strat.).
II que es iniciación profana μυήσεις Ph.1.156, Clem.Al.Prot.2.22.3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμύητος, -ον)
ο μη μυημένος, αυτός που δεν έχει εισαχθεί στα μυστήρια μιας θρησκείας ή λατρείας, αμυσταγώγητος
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει εισαχθεί στα μυστικά μιας θεωρίας, επιστήμης ή τέχνης, ακατατόπιστος, ανίδεος
αρχ.
1. (στον Πλάτ.) αυτός που παρουσιάζει διαρροή, ο μη στεγανός
2. (στους εκκλ. συγγραφείς) αυτός που αποδέχθηκε το δόγμα, αλλά δεν βαφτίστηκε ακόμη, ο κατηχούμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μυῶ.
ΠΑΡ. αμυησία].

Greek Monotonic

ἀμύητος: -ον (μυέω),
I. μη μυημένος, ανόσιος, βέβηλος, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. στον Γοργ. του Πλάτ. όπως αν προερχόταν από το μύω = οὐ δυνάμενος μύειν, ο αδύνατος να συγκρατήσει, αυτός που παρουσιάζει διαρροή, που στάζει.

Russian (Dvoretsky)

ἀμύητος: μυέω непосвященный (в религиозные таинства) Lys., Arph., Plat., Plut., Anth.
μύω плохо закрытый, дырявый, имеющий течь (ὡς πίθος τετρημένος Plat.).