ἀμπλάκιον: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμπλάκιον:''' τό, = [[ἀμπλακία]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''ἀμπλάκιον:''' τό, = [[ἀμπλακία]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμπλάκιον:''' τό Pind. = [[ἀμπλακία]].
}}
}}

Revision as of 16:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμπλᾰκιον Medium diacritics: ἀμπλάκιον Low diacritics: αμπλάκιον Capitals: ΑΜΠΛΑΚΙΟΝ
Transliteration A: amplákion Transliteration B: amplakion Transliteration C: amplakion Beta Code: a)mpla/kion

English (LSJ)

τό,

   A = ἀμπλακία, Pi.P.11.26.

German (Pape)

[Seite 129] τό, dass., Pind. P. 11, 26.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπλάκιον: τό, = ἀμπλακία Πίνδ. Π. 11. 41: πρβλ. ἁμάρτιον.

English (Slater)

ἀμπλᾰκιον
   1 sin, fault τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον καλύψαι τ' ἀμάχανον (P. 11.26)

Spanish (DGE)

-ου, τό

• Prosodia: [-ᾰ-]
falta, pecado τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀ. Pi.P.11.26.

Greek Monolingual

ἀμπλάκιον, το (Α)
το αμπλάκημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμπλακεῖν (απαρ. αορ. β' του μτγν. ἀμπλακίσκω)].

Greek Monotonic

ἀμπλάκιον: τό, = ἀμπλακία, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμπλάκιον: τό Pind. = ἀμπλακία.