ἀμύντωρ: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμύντωρ:''' -ορος, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[υπερασπιστής]], [[βοηθός]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκδικητής]], <i>πατρός</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀμύντωρ:''' -ορος, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[υπερασπιστής]], [[βοηθός]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκδικητής]], <i>πατρός</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμύντωρ:''' ορος (ᾰ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> защитник, заступник Hom.: οἱ ἦλθεν ἀ. Hom. он пришел ему на помощь;<br /><b class="num">2)</b> каратель, мститель: ἀ. τινός Eur. мститель за кого-л.
}}
}}

Revision as of 07:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμύντωρ Medium diacritics: ἀμύντωρ Low diacritics: αμύντωρ Capitals: ΑΜΥΝΤΩΡ
Transliteration A: amýntōr Transliteration B: amyntōr Transliteration C: amyntor Beta Code: a)mu/ntwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, poet. word,

   A defender, helper, Il.13.384 (as v.l.), Od.2.326, etc.    2 repeller, δυσφροσυνάων Simon.86.    3 avenger, πατρός E.Or.1588.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμύντωρ: -ορος, ὁ, ποιητ. ὄνομα, βοηθός, ὑπερασπιστής, Ἰλ. Ν. 384, Ὀδ. Β. 326, κτλ. 2) ὁ ἀποκρούων, ἀπωθῶν, οἶνον ἀμύντορα δυσφροσυνάων (ἢ -ᾶν) Σιμων. ἔκδ. Γαισφ. τόμ. 1. σ. 394. 3) ὁ ἐκδικητής, πατρὸς Εὐρ. Ὀρ. 1588. Πρβλ. ἀμυντήρ.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
défenseur.
Étymologie: ἀμύνω.

English (Autenrieth)

ορος (ἀμύνω): defender, protector.

Spanish (DGE)

-ορος, ὁ

• Prosodia: [ᾰ-]
I 1defensor, auxiliador οἱ ἀπ' αἰθέρος ἦεν ἀ. Ζεύς Il.15.610, cf. 14.449, Od.2.326, 16.256, 261, Call.Fr.635, Apoll.Met.Ps.7.3, βωμός Orph.L.152
c. gen. ἀ. πατρίδος αἴης Epigr.Gr.1080.
2 c. gen. de cosa que aparta, que rechaza οἶνον ἀ. δυσφροσυνάων Simon.73D.
II vengador c. gen. de pers. πατρός E.Or.1588.

Greek Monolingual

ἀμύντωρ (-ορος), ο (Α)
1. βοηθός, υπερασπιστής
2. αυτός που αμύνεται, που αποκρούει, που απωθεί
3. εκδικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύνω.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἐπαμύντωρ «υπερασπιστής, τιμωρός». Ο τ. υπάρχει και ως κύριο όνομα].

Greek Monotonic

ἀμύντωρ: -ορος, ὁ,
1. υπερασπιστής, βοηθός, σε Όμηρ.
2. εκδικητής, πατρός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμύντωρ: ορος (ᾰ) ὁ
1) защитник, заступник Hom.: οἱ ἦλθεν ἀ. Hom. он пришел ему на помощь;
2) каратель, мститель: ἀ. τινός Eur. мститель за кого-л.