ἀμφιμάσχαλος: Difference between revisions
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμφιμάσχᾰλος:''' -ον, αυτό που καλύπτει και τους [[δύο]] βραχίονες, που έχει δυο [[μανίκια]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἀμφιμάσχᾰλος:''' -ον, αυτό που καλύπτει και τους [[δύο]] βραχίονες, που έχει δυο [[μανίκια]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμφιμάσχᾰλος:''' снабженный двумя рукавами ([[χιτών]] Arph., Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with two arm-holes, ἀ. χιτών Ar.Eq.882, cf. Pl.Com.229, Luc.Lex.10.
German (Pape)
[Seite 141] beide Achseln umgebend, mit zwei Aermeln, χιτών Luc. Lexiph. 10; ohne χιτών Ar. Equ. 879 (μικρόν, χειριδωτὸν ἱμάτιον, Schol.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιμάσχᾰλος: -ον, ἀμφοτέρους τοὺς βραχίονας καλύπτων, δύο χειρῖδας ἔχων, ἀμφ. χιτὼν Ἀριστοφ. Ἱππ. 882· πρβλ. Πλάτ. Κωμ. Ἄδηλ. 26, Μυλλέρ. Ἀρχαιολ. § 337. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à deux manches.
Étymologie: ἀμφί, μασχάλη.
Spanish (DGE)
(ἀμφιμάσχᾰλος) -ον
que tiene dos aberturas χιτών propio de los hombres libres, Ar.Eq.882, Et.Sym.57R.
•subst. ὁ ἀ. Pl.Com.229, Luc.Lex.10.
Greek Monolingual
ἀμφιμάσχαλος, -ον (Α)
λέγεται για τον χιτώνα ο οποίος έχει δύο χειρίδες και ο οποίος αντιδιαστέλλεται προς την εξωμίδα ή τον ετερομάσχαλον χιτώνα, που ταίριαζαν στις λαϊκές τάξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + μασχάλη.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμφιμασχάλια].
Greek Monotonic
ἀμφιμάσχᾰλος: -ον, αυτό που καλύπτει και τους δύο βραχίονες, που έχει δυο μανίκια, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιμάσχᾰλος: снабженный двумя рукавами (χιτών Arph., Luc.).