εἰκοσινήριτος: Difference between revisions
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εἰκοσινήριτος:''' -ον, [[είκοσι]] φορές [[τόσος]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''εἰκοσινήριτος:''' -ον, [[είκοσι]] φορές [[τόσος]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εἰκοσινήριτος:''' двадцать раз неисчислимый, т. е. несметный ([[ἄποινα]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (εἴκοσιν, ἀρι- 'count', cf. ἀριθμός) , δεκάκις τε καὶ εἰ. ἄποινα a ten-, yea
A twentyfold ransom, Il.22.349.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκοσινήριτος: -ον, μόνον ἐν Ἰλ. Χ. 349, εἰκοσινήριτ’ ἄποινα, εἰκοσαπλασίονα λύτρα, (ἐκ τοῦ νήριτος = νήριστος, δηλ. ἄνευ ἔριδος, ἀδιαφιλονεικήτως εἰκοσαπλάσια, ἕτεροι ἐκ τοῦ εἴκοσιν ἐρίζοντα, δηλ. ἐξισούμενα· κατὰ τὸν Σχολ. «εἰκοσάκις ἐξισούμενα τῇ τοῦ σώματος σωτηρίᾳ. τὸ γὰρ ἐρίζειν ἐξισοῦσθαί ἐστιν»).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
vingt fois innombrable, càd très grand.
Étymologie: εἴκοσι, νήριτος.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
(εἰκοσῐνήρῐτος) -ον
que vale veinte veces más c. el sent. aumentativo de que vale muchísimo más δεκάκις τε καὶ εἰ. ἄποινα Il.22.349.
Greek Monotonic
εἰκοσινήριτος: -ον, είκοσι φορές τόσος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
εἰκοσινήριτος: двадцать раз неисчислимый, т. е. несметный (ἄποινα Hom.).