μενοεικής: Difference between revisions

From LSJ

τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ → estimate the penalty for myself at so high a rate

Source
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μενοεικής:''' -ές ([[εἰκός]], [[ἔοικα]]), [[ταιριαστός]] στις επιθυμίες, [[ικανοποιητικός]], [[επαρκής]], [[πλουσιοπάροχος]], [[σύμφωνος]] με τις προτιμήσεις κάποιου, σε Όμηρ.· [[τάφος]] μονοεικής, πλουσιοπάροχη ταφική [[τελετουργία]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>μενοεικέα ὕλην</i>, [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] ξύλου, στο ίδ.
|lsmtext='''μενοεικής:''' -ές ([[εἰκός]], [[ἔοικα]]), [[ταιριαστός]] στις επιθυμίες, [[ικανοποιητικός]], [[επαρκής]], [[πλουσιοπάροχος]], [[σύμφωνος]] με τις προτιμήσεις κάποιου, σε Όμηρ.· [[τάφος]] μονοεικής, πλουσιοπάροχη ταφική [[τελετουργία]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>μενοεικέα ὕλην</i>, [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] ξύλου, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μενοεικής:''' <b class="num">1)</b> достаточный, обильный ([[σῖτος]] καὶ [[οἶνος]], δῶρα, [[δεῖπνον]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> приятный, вкусный (τὸ ἡδὺ μενοεικὲς ὁ ποιητὴς κέκληκεν Plut.).
}}
}}

Revision as of 23:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μενοεικής Medium diacritics: μενοεικής Low diacritics: μενοεικής Capitals: ΜΕΝΟΕΙΚΗΣ
Transliteration A: menoeikḗs Transliteration B: menoeikēs Transliteration C: menoeikis Beta Code: menoeikh/s

English (LSJ)

ές, (εἰκός, ἔοικα)

   A suited to the desires, satisfying, agreeable, to one's taste, mostly of meat and drink, δαίς, δεῖπνον, Il.9.90, Od.20.391; ἐδωδή 6.76; σῖτον καὶ ὕδωρ καὶ οἶνον . . ἐνθήσω μενοεικἔ, ἅ κέν τοι λιμὸν ἐρύκοι 5.166; πάρα γὰρ μενοεικέα πολλὰ δαίνυσθαι Il.9.227, cf. Od.16.429; τῶν ἐξαιρεύμην μενοεικέα 14.232; τάφος μ. a plentiful funeral feast, Il.23.29; μενοεικέα ὕλην great store of wood, ib.139; [δῶρα,] χάρις, 19.144, 23.650; καί σφιν μενοεικέα ληΐδα δῶκα Od.13.273, cf. Plu.Phoc.2.

German (Pape)

[Seite 132] ές, dem Verlangen, der Neigung angemessen, das Verlangen stillend, also hinlänglich, reichlich; bei Hom. gew. von Speise u. Trank, δαίς, Il. 9, 90, σῖτος καὶ οἶνος, Od. 5, 166, ὄψα, 267, ἐδωδή, 6, 76, δεῖπνον, 20, 391, ζωὴν φαγέειν μενοεικέα πολλήν, 16, 429, was herzerfreuend ist, vgl. Il. 9, 227; auch αὐτὰρ ὁ τοῖσι τάφον μενοεικέα δαίνυ, Il. 23, 29, er gab einen reichlichen Leichenschmaus; δῶρα, 19, 144; σοὶ δὲ θεοὶ τῶνδ' ἀντὶ χάριν μενοεικέα δοῖεν, 23, 650; μενοεικέα νήεον ὕλην, 139, hinreichendes Holz; καί σφιν μενοεικέα ληΐδα δῶκα, Od. 13, 273; übh. angenehm, erwünscht, wohlgefällig, τῶν ἐξαιρεύμην μενοεικέα, 14, 232, wie Plut. Phoc. 2 sagt ὥςπερ ἀμέλει τὸ ἡδὺ μενοεικὲς ὁ ποιητὴς κέκληκεν, u. die Erkl. hinzufügt ὡς τῷ ἡδομένῳ τῆς ψυχῆς ὑπεῖκον καὶ μὴ μαχόμενον.

Greek (Liddell-Scott)

μενοεικής: -ές, (εἰκός, ἔοικα) ὁ ἁρμόζων εἰς τὰς ἐπιθυμίας, ἱκανοποιῶν, ἀρκετός, ἄφθονος ἢ εὐάρεστός τινι, Ὅμ.: κατὰ τὸ πλεῑστον ἐπὶ τροφῆς καὶ ποτοῦ ὡς δαίς, δεῖπνον, ἐδωδή, σῖτος, οἶνος κτλ.· πάρα γὰρ μενοεικέα πολλὰ δαίνυσθαι Ἰλ. Ι. 227, πρβλ. Ὀδ. Π. 429· τῶν ἐξαιρεύμην μενοεικέα Ξ. 232· αὐτὰρ ὁ τοῖσι τάφον μενοεικέα δαίνυ, οὗτος δὲ αὐτοὺς εὐώχει διὰ θυμήρους νεκρικοῦ ἐπιδείπνου, Ἰλ. Ψ. 29· μενοεικέα ὕλην, ἄφθονα ξύλα, Ψ. 139· δῶρα, χάρις, κτλ., Ὅμ.· καί σφιν μενοεικέα ληίδα δῶκα Ὀδ. Ν. 273· πρβλ. Πλουτ. Φωκ. 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μενοεικέα· πολλήν, προσηνῆ, δαψιλῆ».

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui plaît à l’esprit, qui réjouit le cœur, agréable;
2 abondant.
Étymologie: μένος, εἴκω.

English (Autenrieth)

ες (μένος, ϝείκω): suiting the spirit, i. e. grateful, satisfying; usually said with reference to quantity, plenty of, so pl. μενοεικέ<<><>>, Od. 14.232; and w. πολλά, Il. 9.227.

Greek Monolingual

μενοεικής, -ές (Α)
1. (συν. για τροφή) αυτός που αρμόζει στις επιθυμίες, ικανοποιητικός, ευάρεστος («δεῑπνον μὲν γὰρ τοί γε γελώοντες τετύκοντο ἡδύ τε καὶ μενοεικές», Ομ. Οδ.)
2. άφθονος, αρκετός («μενοεικέα ὕλην» — άφθονα ξύλα, Ομ. Ιλ.)
3. φρ. «τάφος μενοεικής» — πλουσιοπάροχο συμπόσιο προς τιμήν ενταφιασθέντος νεκρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μένος «ορμή, επιθυμία» + -εικής στο οποίο απαντά το θ. του ἔοικα (βλ. και εικόνα) πρβλ. επι-εικής].

Greek Monotonic

μενοεικής: -ές (εἰκός, ἔοικα), ταιριαστός στις επιθυμίες, ικανοποιητικός, επαρκής, πλουσιοπάροχος, σύμφωνος με τις προτιμήσεις κάποιου, σε Όμηρ.· τάφος μονοεικής, πλουσιοπάροχη ταφική τελετουργία, σε Ομήρ. Ιλ.· μενοεικέα ὕλην, μεγάλη ποσότητα ξύλου, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

μενοεικής: 1) достаточный, обильный (σῖτος καὶ οἶνος, δῶρα, δεῖπνον Hom.);
2) приятный, вкусный (τὸ ἡδὺ μενοεικὲς ὁ ποιητὴς κέκληκεν Plut.).