ὑποφθάνω: Difference between revisions
Ἒστιν ὃ μὲν χείρων, ὃ δ' ἀμείνων ἔργον ἕκαστον· οὐδεὶς δ' ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. (Theognis 901f.) → One is worse, the other better at each deed, but no man is wise in all things.
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑποφθάνω:''' [ᾰ], αόρ. βʹ <i>ὑπ-έφθην</i>, απαρ. ὑπο-[[φθῆναι]], μτχ. -[[φθάς]], επίσης σε Μέσ. μτχ. -[[φθάμενος]],<br /><b class="num">I.</b> [[σπεύδω]] [[πριν]] από, [[προλαβαίνω]], προφθαίνω, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὑποφθάμενος κτεῖνεν</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., [[προηγούμαι]] κάποιου σε [[κάτι]], σε Πλούτ. — Μέσ., τὸν ὑποφθαμένη [[φάτο]] μῦθον, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ὑποφθάνω:''' [ᾰ], αόρ. βʹ <i>ὑπ-έφθην</i>, απαρ. ὑπο-[[φθῆναι]], μτχ. -[[φθάς]], επίσης σε Μέσ. μτχ. -[[φθάμενος]],<br /><b class="num">I.</b> [[σπεύδω]] [[πριν]] από, [[προλαβαίνω]], προφθαίνω, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὑποφθάμενος κτεῖνεν</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., [[προηγούμαι]] κάποιου σε [[κάτι]], σε Πλούτ. — Μέσ., τὸν ὑποφθαμένη [[φάτο]] μῦθον, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποφθάνω:''' тж. med. упреждать, предупреждать, опережать: ὑποφθὰς δουρὶ περόνησεν Hom. забежав вперед, (Ликург) пронзил (его) копьем; τὸν ὑποφθαμένη [[φάτο]] μῦθον Hom. упредив (Менелая), она сказала следующее; ὑ. τινά Plut. предупреждать кого-л. своим приходом; ὑ. τὴν ἀπόκρισιν Plut. дать первым ответ. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:20, 1 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], aor.
A ὑπέφθην A.R.4.307; part. ὑποφθάς Il.7.144; also in Med. aor. part. (v. infr.): later aor. 1 ὑπέφθᾰσα (v. infr.):—haste before, be or get beforehand, ὑποφθὰς δουρὶ μέσον περόνησεν getting beforehand he pierced him through the middle, Il.l.c.; ἔγραψεν ὑποφθάσας Plu.Pomp.21:—also in part. Med., κτεῖνεν ὑποφθάμενος Od.4.547. II c. acc., to be beforehand with one, A.R. l.c., Plu. Aem.26, etc.:—Med., τὸν ὑποφθαμένη φάτο μῦθον Od.15.171, cf. AP 9.227 (Bianor).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποφθάνω: [ᾰ]· ἀόρ. ὑπέφθην, ἀπαρέμφ. ὑποφθῆναι, μετοχ. ὑποφθάς, ὡσαύτως ἐν τῇ μετοχ. τοῦ μέσ. ἀορίστ. (ἴδε κατωτ.)· μεταγεν. ἀόρ. α΄ ὑπέφθᾰσα. Σπεύδω πρότερον, προλαμβάνω, προφθάνω, ὑποφθὰς δουρὶ μέσον περόνησεν, προλαβὼν διετρύπησεν αὐτόν, «προφθάσας, προλαβὼν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ζ. 144· ἔγραψεν ὑποφθάσας Πλουτ. Πομπ. 21· οὕτω καὶ ἐν τῇ μετοχῇ τοῦ μέσου ἀορ. ὑποφθάμενος κτεῖνεν Ὀδ. Δ. 547. ΙΙ. μετ’ αἰτ., προλαμβάνω τινά, εἶμαι πρότερος αὐτοῦ ἔν τινι, τῷ καὶ ὑπέφθη πρός γε βαλὼν ὑπὲρ αὐχένα γαίης Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 307, Πλουτ. Αἰμίλ. 26, κλπ.· καὶ ἐν τῷ μέσ., τὸν ὑποφθαμένη φάτο μῦθον Ὀδ. Ο. 171, πρβλ. Ἀνθ. Π. 227. [Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε τὸ ῥῆμα φθάνω].
French (Bailly abrégé)
ao. réc. ὑπέφθασα, ao.2 ὑπέφθην;
devancer ou prévenir vivement ; abs. τινα qqn;
Moy. ὑποφθάνομαι (part. ao.2 ὑποφθάμενος) m. sign.
Étymologie: ὑπό, φθάνω.
English (Autenrieth)
aor. 2 part. ὑποφθάς, mid. aor. 2 part. ὑποφθάμενος: be or get beforehand, anticipate.
Greek Monolingual
Α φθάνω
1. προφθάνω, προλαβαίνω
2. προηγούμαι κάποιου («ὑποφθάσας τοὺς Ῥωμαίους», Πλούτ.).
Greek Monotonic
ὑποφθάνω: [ᾰ], αόρ. βʹ ὑπ-έφθην, απαρ. ὑπο-φθῆναι, μτχ. -φθάς, επίσης σε Μέσ. μτχ. -φθάμενος,
I. σπεύδω πριν από, προλαβαίνω, προφθαίνω, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑποφθάμενος κτεῖνεν, σε Ομήρ. Οδ.
II. με αιτ., προηγούμαι κάποιου σε κάτι, σε Πλούτ. — Μέσ., τὸν ὑποφθαμένη φάτο μῦθον, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποφθάνω: тж. med. упреждать, предупреждать, опережать: ὑποφθὰς δουρὶ περόνησεν Hom. забежав вперед, (Ликург) пронзил (его) копьем; τὸν ὑποφθαμένη φάτο μῦθον Hom. упредив (Менелая), она сказала следующее; ὑ. τινά Plut. предупреждать кого-л. своим приходом; ὑ. τὴν ἀπόκρισιν Plut. дать первым ответ.