πρωϊζός: Difference between revisions
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
(6) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρωϊζός:''' Αττ. πρῳζός, -όν,<br /><b class="num">I.</b> = [[πρώϊος]], ουδ. πληθ. <i>πρωιζά</i>, χρησιμ. ως επίρρ., ακριβώς όπως το [[πρώην]], [[χθιζά]] τε καὶ πρωϊζά, [[χθές]] ή την προηγούμενη [[ημέρα]] ([[προχθές]]), σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[οὕτω]] δὴ πρ. κατέδραθες, τόσο [[πολύ]] [[νωρίς]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''πρωϊζός:''' Αττ. πρῳζός, -όν,<br /><b class="num">I.</b> = [[πρώϊος]], ουδ. πληθ. <i>πρωιζά</i>, χρησιμ. ως επίρρ., ακριβώς όπως το [[πρώην]], [[χθιζά]] τε καὶ πρωϊζά, [[χθές]] ή την προηγούμενη [[ημέρα]] ([[προχθές]]), σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[οὕτω]] δὴ πρ. κατέδραθες, τόσο [[πολύ]] [[νωρίς]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πρωϊζός zie πρῳζός. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:32, 1 January 2019
English (LSJ)
Att. πρῳζός, όν, dub. sens. in Call.Fr.63 P.;= προχθεσινός, ὑπόγυος, EM691.56. II neut. pl. πρωϊζά as Adv.,= πρώην, χθιζά τε καὶ π. yesterday or the day before, Il.2.303, cf. Pl.Alc.2.141d. 2 οὕτω δὴ π. κατέδραθες so very early, Theoc.18.9; πρωϊζὸν ὁδεύων dub. sens. in Epic.Alex.Adesp.4.6. (In codd. freq. written proparox., but cf. Hdn. Gr.1.144.)
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. πρώϊζος.
Greek Monolingual
-όν, ΜΑ, και αττ. τ. πρῳζός, -όν, Α
προχθεσινός
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πρωϊζά
α) προχθές
β) πολύ νωρίς («οὕτω δὴ πρωϊζά
κατέδραθες», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρωϊζά με τη σημ. «προχθές» απαντά ήδη στον Όμηρο και είναι σχηματισμένος από το επίρρ. πρώην κατά το χθιζά (< χθές), ενώ ο ίδιος τ. με τη σημ. «πολύ νωρίς» είναι μτγν. και πρέπει να συνδεθεί με το επίρρ. πρωΐ].
Greek Monotonic
πρωϊζός: Αττ. πρῳζός, -όν,
I. = πρώϊος, ουδ. πληθ. πρωιζά, χρησιμ. ως επίρρ., ακριβώς όπως το πρώην, χθιζά τε καὶ πρωϊζά, χθές ή την προηγούμενη ημέρα (προχθές), σε Ομήρ. Ιλ.
II. οὕτω δὴ πρ. κατέδραθες, τόσο πολύ νωρίς, σε Θεόκρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρωϊζός zie πρῳζός.