περίστυλος: Difference between revisions
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περίστῡλος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει κίονες, στύλους γύρω στον τοίχο, αυτός που περιβάλλεται από [[περιστύλιο]], σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[περίστυλον]], <i>τό</i> ή [[περίστυλος]], <i>ὁ</i>, [[περιστύλιο]], [[κιονοστοιχία]] γύρω από ναό ή από [[αυλή]] οικίας, σε Πλούτ. | |lsmtext='''περίστῡλος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει κίονες, στύλους γύρω στον τοίχο, αυτός που περιβάλλεται από [[περιστύλιο]], σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[περίστυλον]], <i>τό</i> ή [[περίστυλος]], <i>ὁ</i>, [[περιστύλιο]], [[κιονοστοιχία]] γύρω από ναό ή από [[αυλή]] οικίας, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περίστυλος -ον [περί, στυλος] met een zuilengang omgeven; subst. ὁ περίστυλος zuilengang. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A surrounded with a colonnade, αὐλή Hdt.2.148, 153, Muson.Fr.19p.108H., Aphth.Prog.12 ; δόμοι E.Andr.1099; σῦριγξ Callix.2 ; ναὸς στοαῖς . . περίστυλος Paus.6.25.1. II Subst. περίστῡλον, τό, peristyle, colonnade round a temple or round the court of a house, LXXEz.42.3 (pl.), D.S.18.26, IG5(2).268.50 (Mantinea, i B. C.), J.BJ1.21.11 (pl.) ; also, area surrounded by a colonnade, LXX 3 Ma.5.23,al.:—so περίστῡλος, ὁ, D.S.1.48 : gender indeterminate in IG42(1).109ii 132, al. (Epid., pl.), Callix.2, Plb.10.27.10 (pl.), 15.25A.3, D.S.1.47, Plu.Arat.26, 2.586b.
German (Pape)
[Seite 595] mit Säulen außerhalb der Mauer oder mit einer Gallerie umgeben; αὐλή, Her. 2, 148. 153; δόμοι, Eur. Andr. 1100; vgl. Poll. 1, 78; subst., D. Sic. 1, 48.
Greek (Liddell-Scott)
περίστῡλος: -ον, ὁ ἔχων κύκλῳ στύλους, ὁ περιβαλλόμενος διὰ στύλων, αὐλὴ Ἡρόδ. 2. 148, 153· δόμοι Εὐρ. Ἀνδρ. 1099· ναὸς στοαῖς… περίστυλος Παυσ. 6. 24. 10. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περίστυλον, τό, Λατ. peristylum ἢ -stylium, σειρὰ κιόνων πέριξ ναοῦ ἢ περὶ τὴν αὐλὴν οἰκίας, Διόδ. 18. 26, Πλούτ., κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ τόπου περιβαλλομένου ὑπὸ κιόνων, Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. Ε΄, 23), ἴδε Sturz. Μακ. Διαλ. σελ. 80 κἑξ.· ― οὕτω περίστυλος,ὁ, Διόδ. 1. 48, ἢ ἡ, Πολύβ. 10, 27, 10· ― τὸ γένος μένει ἀόριστον ἐν Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 204F, Διοδ. 1. 47, Πλουτ. Ἄρατ. 26., 2. 586Β· ― ἴδε ἐν Λεξικῷ Ἀρχαιοτ. 425.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
entouré de colonnes, d’une galerie ; τὸ περίστυλον, ὁ περίστυλος, ἡ περίστυλος péristyle, galerie ou colonnade autour d’un temple, d’une cour ou d’un édifice en gén.
Étymologie: περί, στῦλος.
Greek Monolingual
-ο / περίστυλος, -ον ΝΑ στύλος
1. (για οικοδομήματα) αυτός που περιβάλλεται από κιονοστοιχία, περίπτερος
2. το ουδ. ως ουσ. το περίστυλο(ν)
αρχιτ. συγκρότημα από σειρά ή σειρές κιόνων που περιβάλλουν ένα οικοδόμημα, κυρίως ναό ή αυλές οικοδομημάτων, με τη μορφή στοάς, αλλ. περιστύλιο
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η περίστυλος
βοτ. γένος ορχεοειδών φυτών
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ περίστυλος
χώρος περιβαλλόμενος από κιονοστοιχία.
Greek Monotonic
περίστῡλος: -ον, I. αυτός που έχει κίονες, στύλους γύρω στον τοίχο, αυτός που περιβάλλεται από περιστύλιο, σε Ηρόδ., Ευρ.
II. ως ουσ., περίστυλον, τό ή περίστυλος, ὁ, περιστύλιο, κιονοστοιχία γύρω από ναό ή από αυλή οικίας, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίστυλος -ον [περί, στυλος] met een zuilengang omgeven; subst. ὁ περίστυλος zuilengang.