χρυσώψ: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χρῡσώψ:''' -ῶπος, ὁ, ἡ, = [[χρυσωπός]], σε Ευρ. | |lsmtext='''χρῡσώψ:''' -ῶπος, ὁ, ἡ, = [[χρυσωπός]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χρῡσώψ:''' ῶπος adj. сияющий как золото ([[θύρσος]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ῶπος, ὁ, ἡ,
A gold-coloured, shining like gold, θύρσος E.Ba.553 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1383] ῶπος, ὁ, ἡ, goldfarbig, glänzend wie Gold, s. χρυσώπης.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ χρυσοῦ, λάμπων ὡς χρυσός, μόλε χρυσῶπα τινάσσων ἀνὰ θύρσον κατ’ Ὄλυμπον ἐ Εὐρ. Βάκχ. 553· οὕτω κληθεὶς (κατὰ τὸν Ἕρμαννον) ἐκ τοῦ χρώματος τοῦ ἄνθους τοῦ κισσοῦ.
Greek Monolingual
-ῶπος, ὁ, Α
χρυσωπός, λαμπερός σαν χρυσάφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ωψ (< θ. οπ- του ὄπωπα), πρβλ. φοβερ-ώψ].
Greek Monotonic
χρῡσώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, = χρυσωπός, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσώψ: ῶπος adj. сияющий как золото (θύρσος Eur.).