ἐπιτάρροθος: Difference between revisions
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιτάρροθος:''' ὁ, ἡ, Επικ. αντί [[ἐπίρροθος]]·<br /><b class="num">1.</b> [[αρωγός]], [[βοηθός]], [[υπερασπιστής]], [[σύμμαχος]], σε Όμηρ.· <i>μάχης ἐπ</i>., στη [[μάχη]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[κυρίαρχος]], [[κύριος]], Χρησμ. παρ' Ηρόδ. | |lsmtext='''ἐπιτάρροθος:''' ὁ, ἡ, Επικ. αντί [[ἐπίρροθος]]·<br /><b class="num">1.</b> [[αρωγός]], [[βοηθός]], [[υπερασπιστής]], [[σύμμαχος]], σε Όμηρ.· <i>μάχης ἐπ</i>., στη [[μάχη]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[κυρίαρχος]], [[κύριος]], Χρησμ. παρ' Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιτάρροθος:''' ὁ, ἡ<br /><b class="num">1)</b> защитник, заступник, тж. помощник (Δαναοῖσι μάχης ἐπιτάρροθοι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> повелитель, властитель (Τεγέης Her.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, Ep. for ἐπίρροθος,
A helper, defender, in Hom. always of the gods that help in fight, τινί Il.11.366, Od.24.182 ; μάχης ἐ. in fight, Il.17.339 ; Δαναοῖσι μάχης ἐπιτάρροθοι 12.180 ; γράμμα δίκης ἐπιτάρροθον Maiist.59 : as fem., τοίη οἱ ἐγὼν ἐπιτάρροθος ἦα Il.5.808, cf. 828 ; Δίκα..καλῶν ἐ. ἔργων Terp.6. 2 master, lord, Τεγέης Orac. ap. Hdt.1.67 ; cf. τάρροθος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτάρροθος: ὁ, Ἐπ. ἀντὶ ἐπίρροθος, ἐπαρωγός, βοηθός, ὑπερασπιστής, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῶν θεῶν τῶν βοηθούντων κατὰ τὴν μάχην, εἴ πού τις καὶ ἔμοιγε θεῶν ἐπιτάρροθός ἐστι Ἰλ. Α. 366, Υ. 453, Ὀδ. Ω. 182· Ζῆν’ ὕπατον μήστωρα μάχης ἐπιτάρροθον εἶναι, βοηθὸν ἐν μάχῃ, Ἰλ. Ρ. 339· θεοί... ὅσοι Δαναοῖσι μάχης ἐπιτάρροθοι ἦσαν Μ. 180· ὡς θηλ., τοίη οἱ ἐγὼν ἐπιτάρροθοι, ἦα Ε 808, πρβλ. 828. 2) κύριος, κυρίαρχος, Τεγέης Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 67. (Ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ ἐπίρροθος, ὡς τὸ ἀταρτηρὸς ἐκ τοῦ ἀτηρός· ὁ Λυκόφρων ὅμως μεταχειρίζεται τὸ ἁπλοῦν τάρροθος, 360, 400, κτλ.), Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
1 qui vient au secours de, protecteur : Δαναοῖσιν μάχης IL protecteur des Grecs dans le combat;
2 vainqueur, maître.
Étymologie: ἐπί, τάρροθος.
English (Autenrieth)
(cf. ἐπίρροθος): helper. (Il. and Od. 24.182.)
Greek Monolingual
ἐπιτάρροθος, ὁ, επικ. τ. αντί ἐπίρροθος (Α)
1. (κυρ. για θεούς) βοηθός, προστάτης, υπερασπιστής («εἴ πού τις καὶ ἐμοὶ γε θεῶν ἐπιτάρροθός ἐστιν», Ομ. Ιλ.)
2. κυρίαρχος, ηγεμόνας, κύριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται κάποια σχέση με το επίρροθος «βοηθός», η οποία όμως δεν ερμηνεύεται ικανοποιητικά].
Greek Monotonic
ἐπιτάρροθος: ὁ, ἡ, Επικ. αντί ἐπίρροθος·
1. αρωγός, βοηθός, υπερασπιστής, σύμμαχος, σε Όμηρ.· μάχης ἐπ., στη μάχη, σε Ομήρ. Ιλ.
2. κυρίαρχος, κύριος, Χρησμ. παρ' Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτάρροθος: ὁ, ἡ
1) защитник, заступник, тж. помощник (Δαναοῖσι μάχης ἐπιτάρροθοι Hom.);
2) повелитель, властитель (Τεγέης Her.).