συννεφέω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source
(6)
(4b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συννεφέω:''' παρακ. -[[νένοφα]],<br /><b class="num">I.</b> [[συνάζω]], [[συναθροίζω]] τα σύννεφα, [[φέρνω]] τη [[συννεφιά]], λέγεται για τον [[Δία]], συννεφοσυνάχτης, σε Αριστοφ.· απρόσ., <i>συννεφεῖ</i>, έχει [[συννεφιά]] (πρβλ. ὕει), σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ. λέγεται για πρόσωπα, σκυθρωπιάζω, είμαι [[κατηφής]], [[κατσουφιάζω]], στραβομουτσουνιάζω, <i>συννεφοῦσα ὄμματα</i>, έχοντας σκυθρωπό, σκοτεινό [[βλέμμα]], σε Ευρ.
|lsmtext='''συννεφέω:''' παρακ. -[[νένοφα]],<br /><b class="num">I.</b> [[συνάζω]], [[συναθροίζω]] τα σύννεφα, [[φέρνω]] τη [[συννεφιά]], λέγεται για τον [[Δία]], συννεφοσυνάχτης, σε Αριστοφ.· απρόσ., <i>συννεφεῖ</i>, έχει [[συννεφιά]] (πρβλ. ὕει), σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ. λέγεται για πρόσωπα, σκυθρωπιάζω, είμαι [[κατηφής]], [[κατσουφιάζω]], στραβομουτσουνιάζω, <i>συννεφοῦσα ὄμματα</i>, έχοντας σκυθρωπό, σκοτεινό [[βλέμμα]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''συννεφέω:''' (pf. συννένοφα)<br /><b class="num">1)</b> собирать тучи, громоздить облака Arph.;<br /><b class="num">2)</b> покрываться тучами Plut.: συννεφεῖ Arst. impers. облачно, пасмурно;<br /><b class="num">3)</b> быть несчастным Eur.;<br /><b class="num">4)</b> отуманивать, делать печальным, (ὄμματα Eur.).
}}
}}

Revision as of 06:04, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

συννεφέω: (ἢ κατὰ Κόβητ. Var. Lect. σελ. 134 συννέφω), πρκμ. συννένοφα· ― συνάγω νεφέλας, συννέφειαν ποιῶ, Ζεὺς ξυννεφεῖ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1502· σ. τὸ περιέχον Πλούτ. 2. 641D· ― ὡσαύτως ἀπροσ., συννεφεῖ, εἶναι «συννεφιά», (ὡς τὸ ὕει, νίφει, κτλ.), εἰ συννεφεῖ, εἰκὸς ὗσαι Ἀριστ. Ρητ. 2. 19, 24· ξυννένοφε Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 142. ― Καθ’ Ἡσύχ.· «συννένοφεν· ἐσκυθρώπακεν». ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ προσώπων, συννεφοῦσαν ὄμματα, ἔχουσαν βλέμμα σκοτεινὸν καὶ κατηφές, Εὐρ. Ἠλ. 1078. κύψασα κάτω καὶ ξυννενοφυῖα βαδίζει Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 349, πρβλ. Φιλόστρ. 508· ἤρετο διὰ τί συννένοφεν Δίων Κ. 55. 11. 2) εἶμαι ὑπὸ νέφος, διατελῶ ἐν δυστυχίᾳ, ἀντίθετ. τῷ εὐτυχεῖν, Εὐριπ. Ἀποσπ. 332. 7, πρβλ. Εὐστ. 127. 27. ― Ἴδε Χαριτωνίδ. Ποικ. Φιλολ. Τόμ. Αϳ, σ. 760 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se couvrir de nuages, s’assombrir ; • impers. συννεφεῖ ARSTT le temps se couvre ou est couvert.
Étymologie: συννεφής.

Greek Monotonic

συννεφέω: παρακ. -νένοφα,
I. συνάζω, συναθροίζω τα σύννεφα, φέρνω τη συννεφιά, λέγεται για τον Δία, συννεφοσυνάχτης, σε Αριστοφ.· απρόσ., συννεφεῖ, έχει συννεφιά (πρβλ. ὕει), σε Αριστ.
II. μεταφ. λέγεται για πρόσωπα, σκυθρωπιάζω, είμαι κατηφής, κατσουφιάζω, στραβομουτσουνιάζω, συννεφοῦσα ὄμματα, έχοντας σκυθρωπό, σκοτεινό βλέμμα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

συννεφέω: (pf. συννένοφα)
1) собирать тучи, громоздить облака Arph.;
2) покрываться тучами Plut.: συννεφεῖ Arst. impers. облачно, пасмурно;
3) быть несчастным Eur.;
4) отуманивать, делать печальным, (ὄμματα Eur.).