μήτρως: Difference between revisions
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μήτρως:''' Δωρ. μᾰτρ-, ὁ, γεν. <i>-ωος</i> και <i>-ω</i>, αιτ. <i>-ωα</i> και <i>-ων</i>· πληθ. [[πάντοτε]] στην γʹ [[κλίση]], όπως [[πάτρως]]·<br /><b class="num">1.</b> [[θείος]] από την [[πλευρά]] της μητέρας, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> οποιαδήποτε [[συγγένεια]] από την [[πλευρά]] της μητέρας, σε Πίνδ., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[μητροπάτωρ]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''μήτρως:''' Δωρ. μᾰτρ-, ὁ, γεν. <i>-ωος</i> και <i>-ω</i>, αιτ. <i>-ωα</i> και <i>-ων</i>· πληθ. [[πάντοτε]] στην γʹ [[κλίση]], όπως [[πάτρως]]·<br /><b class="num">1.</b> [[θείος]] από την [[πλευρά]] της μητέρας, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> οποιαδήποτε [[συγγένεια]] από την [[πλευρά]] της μητέρας, σε Πίνδ., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[μητροπάτωρ]], σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μήτρως:''' дор. [[μάτρως]], ωος и ω ὁ (dat. μήτρωϊ, acc. μήτρωα и [[μήτρων]])<br /><b class="num">1)</b> дядя по матери Hom., Her.;<br /><b class="num">2)</b> pl. родственники по материнской линии Pind.;<br /><b class="num">3)</b> Pind. = [[μητροπάτωρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:08, 1 January 2019
English (LSJ)
Dor. ματρ-, ὁ, gen. ωος and ω JRS16.58 (Eumeneia) (Att. acc. to Suid.), acc. ωα and ων; pl. always of the third declen.:—
A maternal uncle, Il.2.662, 16.717, Hdt.4.80, etc.: dat. μάτρωϊ Pi.I.7 (6).24. 2 generally, relation by the mother's side, μάτρωες ἄνδρες Id.O.6.77, cf. N.10.37, E.HF43. 3 = μητροπάτωρ, Pi.O.9.63.
German (Pape)
[Seite 180] ωος und ω, acc. μήτρωα, Mutterbruder; Il. 2, 662. 16, 717; Her. 4, 80; oft Pind., dat. μάτρῳ, N. 4, 80, u. μάτρωϊ, I. 6, 24; er braucht es auch = ματροπάτωρ, μάτρωος ἰσώνυμον, Ol. 9, 68 (wie Eur. bei Poll. 3, 16); μάτρωες ἄνδρες übh. für Verwandte von mütterlicher Seite, 6, 77; vgl. Eur. Herc. fur. 43.
Greek (Liddell-Scott)
μήτρως: Δωρ. μᾱτρ-, ὁ˙ γεν. ωος καὶ ω, αἰτ. ωα καὶ ων˙ ὁ πληθ. ἀείποτε κατὰ τὴν γ΄ κλίσιν, ὡς τὸ πάτρως˙ - πρὸς μητρὸς θεῖος, Ἰλ. Β. 662., Π. 717, Ἡρόδ. 4. 80, κτλ. 2) καθόλου, συγγενὴς πρὸς μητρός, μάτρωες ἄνδρες Πινδ. Π. 6. 130, πρβλ. Ν. 10. 70, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 43. 3) = μητροπάτωρ, Πινδ. Ο. 9. 96.
French (Bailly abrégé)
ωος (ὁ) :
ωϊ (> ῳ), ωα et ων ; plur. touj. de la 3ᵉ décl.
oncle maternel.
Étymologie: μήτηρ.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
μήτρως, -ωος και -ω, δωρ. τ. μάτρως, ὁ (Α)
1. ο αδελφός της μητέρας, ο θείος από τη μητέρα
2. συγγενής από τη μητέρα
3. ο πατέρας της μητέρας, ο παππούς από τη μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός (πρβλ. πάτρως, ἥρως). Η λ. είναι αρχαϊκή, ανάγεται πιθ. σε θέμα με ou- (> ω) και συνδέεται με τον τ. μητρυιά.
Greek Monotonic
μήτρως: Δωρ. μᾰτρ-, ὁ, γεν. -ωος και -ω, αιτ. -ωα και -ων· πληθ. πάντοτε στην γʹ κλίση, όπως πάτρως·
1. θείος από την πλευρά της μητέρας, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.
2. οποιαδήποτε συγγένεια από την πλευρά της μητέρας, σε Πίνδ., Ευρ.
3. μητροπάτωρ, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
μήτρως: дор. μάτρως, ωος и ω ὁ (dat. μήτρωϊ, acc. μήτρωα и μήτρων)
1) дядя по матери Hom., Her.;
2) pl. родственники по материнской линии Pind.;
3) Pind. = μητροπάτωρ.