τήρησις: Difference between revisions
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τήρησις:''' -εως, ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φύλαξη]], [[διατήρηση]], [[φρούρηση]], σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> [[επαγρύπνηση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[μέσο]] τήρησης ή φύλαξης, [[μέρος]] επιτήρησης, στον ίδ. | |lsmtext='''τήρησις:''' -εως, ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φύλαξη]], [[διατήρηση]], [[φρούρηση]], σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> [[επαγρύπνηση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[μέσο]] τήρησης ή φύλαξης, [[μέρος]] επιτήρησης, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τήρησις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> охрана, защита Eur., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> настороженность, бдительность Thuc., Arst., Polyb.;<br /><b class="num">3)</b> место заключения, тюрьма Thuc.;<br /><b class="num">4)</b> соблюдение, выполнение Plat.: ἡ βιωτικὴ τ. Sext. выполнение жизненных функций, жизнедеятельность. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:40, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A watching, safe-keeping, guarding, ἀφύλακτος ἡ τ. E.Fr.162; τῆς πολιτείας Arist.Pol.1308a30, cf. PA 692a7; τῆς πόλεως Supp.Epigr.6.724 (Perga, ii/i B.C.); τῆς οἰκίας POxy.1070.51 (iii A.D.); ἀξιώματος Pl.Def.413e; τῆς ἡλικίας Epicur. Sent.Vat.80; [πλούτου] Phld.Oec.p.44J.; preservation, e.g. of health, Gal.10.646, Pap. in Stud.Ital.12(1935).94 (iii A.D.); observance, νόμων, ἐντολῶν, LXX Wi.6.18(19), 1 Ep.Cor.7.19; λεξάντων πρὸς τὴν τήρησιν τοῦ ὕδατος SIG683.60 (Olympia, ii B.C.). 2 vigilance, Th.7.13, Plb.6.11A.10. 3 means of keeping or guarding, τὰς λιθοτομίας... ἀσφαλεστάτην τ. the quarries... the most secure place of custody, Th. 7.86, cf. Act.Ap.4.3, BGU388 iii 7 (ii A.D.). II observing, observation, τῶν καθόλου συμβαινόντων (as Empiric term) Sor.1.4, cf. Gal. 15.830, 16.550, 18(2).307, Sect.Intr.4, S.E.P.1.23, 2.246, A.D.Synt.37.14, etc.
German (Pape)
[Seite 1108] εως, ἡ, Bewahrung, Behütung, Beobachtung; Thuc. 2, 13; Plat. def. 413 e; Sp., wie N. T. Auch = Verwahrungsort, Gewahrsam, Thuc. 6, 86; N. T.
Greek (Liddell-Scott)
τήρησις: -εως, ἡ, φύλαξις, φρούρησις, ἀφύλακτος ἡ τήρησις Εὐρ. Ἀποσπ. 162· τῆς πολιτείας Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 8, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 4. 11, 18. 2) ἐπαγρύπνησις, Θουκ. 7. 13, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 8, Πολύβ. 6. 59, 5. 3) μέσον τηρήσεως ἢ φυλάξεως, τὰς λιθοτομίας..., ἀσφαλεστάτην τ., τὰ λατομεῖα..., ὁ ἀσφαλέστερος τόπος πρὸς φύλαξιν, ἀσφαλεστάτη φυλακή, Θουκ. 7. 86· ἔθεντο εἰς τήρησιν Πράξ. Ἀποστ. δ΄, 3, καὶ ἔθεντο αὐτοὺς ἐν τηρήσει δημοσίᾳ ε΄, 18. ΙΙ. τὸ τηρεῖν διαφυλάττειν, τήρησις ἀξιώματος Πλάτ. Ὅροι 413Ε, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 23., 2. 246, κλ.· - παρὰ Φίλωνι 1. 125, ὑπάρχει διττὴ χρῆσις.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 surveillance, garde ; particul. garde en prison, emprisonnement ; prison;
2 vigilance.
Étymologie: τηρέω.
English (Strong)
from τηρέω; a watching, i.e. (figuratively) observance, or (concretely) a prison: hold.
English (Thayer)
τηρησεως, ἡ (τηρέω);
a. a watching: of prisoners (Thucydides 7,86); the place where prisoners are kept, a prison (R. V. ward): a keeping, i. e. complying with obeying: τῶν ἐντολῶν, νόμων, Wisdom of Solomon 6:19.
Greek Monotonic
τήρησις: -εως, ἡ,
I. 1. φύλαξη, διατήρηση, φρούρηση, σε Αριστ.
2. επαγρύπνηση, σε Θουκ.
II. μέσο τήρησης ή φύλαξης, μέρος επιτήρησης, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
τήρησις: εως ἡ1) охрана, защита Eur., Arst.;
2) настороженность, бдительность Thuc., Arst., Polyb.;
3) место заключения, тюрьма Thuc.;
4) соблюдение, выполнение Plat.: ἡ βιωτικὴ τ. Sext. выполнение жизненных функций, жизнедеятельность.