ἰχνελάτης: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰχνελάτης:''' -ου, ὁ, αυτός που ακολουθεί τα χνάρια, [[ιχνηλάτης]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἰχνελάτης:''' -ου, ὁ, αυτός που ακολουθεί τα χνάρια, [[ιχνηλάτης]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰχνελάτης:''' ου ὁ выслеживатель (τετραπόδων Anth.).
}}
}}

Revision as of 22:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἰχνελάτης Medium diacritics: ἰχνελάτης Low diacritics: ιχνελάτης Capitals: ΙΧΝΕΛΑΤΗΣ
Transliteration A: ichnelátēs Transliteration B: ichnelatēs Transliteration C: ichnelatis Beta Code: *)ixnela/ths

English (LSJ)

   A v. ἰχνηλάτης.

German (Pape)

[Seite 1276] ὁ, = ἰχνηλάτης; τετραπόδων Zosim. 1 (VI, 183); θιάσων Ep. ad. 353 (Plan. 289).

Greek (Liddell-Scott)

ἰχνελάτης: ἴδε ἐν λ. ἰχνηλάτης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. ἰχνηλάτης.

Greek Monotonic

ἰχνελάτης: -ου, ὁ, αυτός που ακολουθεί τα χνάρια, ιχνηλάτης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἰχνελάτης: ου ὁ выслеживатель (τετραπόδων Anth.).