ἐπίπολος: Difference between revisions
From LSJ
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπίπολος:''' -ον ([[πολέω]]), = [[πρόσπολος]], [[σύντροφος]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ἐπίπολος:''' -ον ([[πολέω]]), = [[πρόσπολος]], [[σύντροφος]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπίπολος:''' ὁ спутник, помощник ([[μόνιμος]] Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A = πρόσπολος, companion, S.OT1322 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 972] = πρόσπολος, Soph. O. R. 1323.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπολος: ον = πρόσπολος, σύντροφος, Σοφ. Ο. Τ. 1322.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
compagnon.
Étymologie: ἐπί, πέλομαι.
Greek Monolingual
ἐπίπολος, -ον (Α)
ακόλουθος, σύντροφος, υπηρέτης («σὺ μὲν ἐμὸς ἐπίπολος ἔτι μόνιμος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -πoλος < πέλομαι (πρβλ. αιπόλος, ακροπόλος, ονειροπόλος κ.ά.)].
Greek Monotonic
ἐπίπολος: -ον (πολέω), = πρόσπολος, σύντροφος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίπολος: ὁ спутник, помощник (μόνιμος Soph.).