παρωθέω: Difference between revisions
μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρωθέω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> και <i>-ωθήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[σπρώχνω]] [[παράμερα]], [[απορρίπτω]], [[περιφρονώ]], σε Σοφ., Ευρ. — Παθ., τοποθετούμαι [[παράμερα]], προσβάλλομαι, σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ., [[σπρώχνω]] [[μακριά]] από κάποιον, [[απορρίπτω]], [[αρνούμαι]], σε Ευρ., Αισχίν.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για χρόνο, [[αναβάλλω]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''παρωθέω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> και <i>-ωθήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[σπρώχνω]] [[παράμερα]], [[απορρίπτω]], [[περιφρονώ]], σε Σοφ., Ευρ. — Παθ., τοποθετούμαι [[παράμερα]], προσβάλλομαι, σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ., [[σπρώχνω]] [[μακριά]] από κάποιον, [[απορρίπτω]], [[αρνούμαι]], σε Ευρ., Αισχίν.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για χρόνο, [[αναβάλλω]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρωθέω:''' (fut. παρωθήσω и [[παρώσω]], aor. πάρωσα)<br /><b class="num">1)</b> отталкивать, отстранять, отвергать ([[δοῦλον]] [[λέχος]] Eur.): παρώσασθαι ξένους Eur. оттолкнуть от себя гостей; ἀλλήλους παρωθούμενοι Luc. тесня друг друга; παρώσασθαι τῆς [[τιμῆς]] (sc. τινα) Luc. лишить кого-л. почестей;<br /><b class="num">2)</b> утаивать: (τὸν ἐρωτα) παρώσας [[ἔμπαλιν]] λέγει Soph. умолчав о любви (Геракла), он говорит совсем противоположное;<br /><b class="num">3)</b> откладывать на будущее (τι Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 31 December 2018
English (LSJ)
late aor.
A παρώθησα Lyd.Mag.2.28 :—push sideways, ἐς χώρην Hp.Art.18 ; push aside or away, reject, Ἔρωτα S.Tr.358 ; δοῦλον λέχος E.Andr.30, cf. El.1037 :—Pass., to be set aside, slighted, X. HG2.3.14 ; παρεῶσθαι καὶ ἐν οὐδενὸς εἶναι μέρει D.2.18, cf. 23.105 (in both places with v.l. παρεωρᾶσθαι). 2 supersede, Gal.14.2. 3 surpass, Lyd. l.c. II Med., push away from oneself, reject, ξένους E.Heracl.237 ; ἄνδρα Aeschin.1.103, cf. LXX 2 Ma.4.11 ; π. [τὸν Δία] τῆς τιμῆς put him out of his place of honour, Luc. Tim.4 ; π. τὸ χρεών put fate aside, Epigr. Gr.519 (Thessalonica). 2 of Time, put off, Pl.R.471c. 3 Gramm., not to admit of, A.D.Pron.24.21, 115.16.
German (Pape)
[Seite 529] (s. ὠθέω), fortstoßen, drängen, verachten, verweigern; τἄνδον παρώσας λέκτρα, Eur. El. 1037; Troad. 656; Pol. 5, 84, 3 u. Folgde; ἔρωτα, verhehlend, Soph. Trach. 358; – bes. im med., μὴ παρώσασθαι ξένους, Eur. Heracl. 238; παρεῶσθαι, Dem. 2, 18, Schol. καταφρονεῖσθαι; Sp., περὶ τὰς πλουσίων θύρας ἀλλήλους παρωθούμενοι, Luc. Pisc. 34, der auch Tim. 4 παρωσάμενοι τῆς τιμῆς verbindet. – Von der Zeit, aufschieben, Plat. Rep. V, 471 c.
Greek (Liddell-Scott)
παρωθέω: μέλλ. -ώσω καὶ -ωθήσω· ― ὠθῶ πλαγίως, εἰς χώραν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794· ὠθῶ κατὰ μέρος ἢ μακράν, ἀπορρίπτω, περιφρονῶ, Ἔρωτα Σοφ. Τρ. 358· δοῦλον λέχος Εὐρ. Ἀνδρ. 30, πρβλ. Ἠλ. 1037. ― Παθ., παραμελοῦμαι, περιφρονοῦμαι, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 14· παρεῶσθαι καὶ ἐν οὐδενὸς εἶναι μέρει Δημ. 23. 14, πρβλ. 655. 15 (ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις μετὰ διαφόρου γραφ. παρεωρᾶσθαι). 2) Μέσ., ἀπωθῶ μακράν μου, ἀπορρίπτω, Εὐρ. Ἡρακλ. 237, Αἰσχίν. 14. 38· π. τινα τιμῆς, ἀποβάλλω τῆς ἀρχῆς, Λουκ. Τίμ. 4· π. τῶν χρεών, βάλλω τὸ πεπρωμένον κατὰ μέρος, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 519. 3) ἐπὶ χρόνου, ἀναβάλλω, Πλάτ. Πόλ. 471G.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. παρωθήσω ou παρώσω, ao. πάρωσα;
pousser de côté, fig. dissimuler;
Moy. παρωθέομαι-οῦμαι repousser de côté loin de soi, acc. ; fig. repousser durement, chasser : τινα τιμῆς LUC exclure qqn d’une charge honorifique.
Étymologie: παρά, ὠθέω.
Greek Monotonic
παρωθέω: μέλ. -ώσω και -ωθήσω,
1. σπρώχνω παράμερα, απορρίπτω, περιφρονώ, σε Σοφ., Ευρ. — Παθ., τοποθετούμαι παράμερα, προσβάλλομαι, σε Ξεν., Δημ.
2. Μέσ., σπρώχνω μακριά από κάποιον, απορρίπτω, αρνούμαι, σε Ευρ., Αισχίν.
3. λέγεται για χρόνο, αναβάλλω, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
παρωθέω: (fut. παρωθήσω и παρώσω, aor. πάρωσα)
1) отталкивать, отстранять, отвергать (δοῦλον λέχος Eur.): παρώσασθαι ξένους Eur. оттолкнуть от себя гостей; ἀλλήλους παρωθούμενοι Luc. тесня друг друга; παρώσασθαι τῆς τιμῆς (sc. τινα) Luc. лишить кого-л. почестей;
2) утаивать: (τὸν ἐρωτα) παρώσας ἔμπαλιν λέγει Soph. умолчав о любви (Геракла), он говорит совсем противоположное;
3) откладывать на будущее (τι Plat.).