ἀνεξάλειπτος: Difference between revisions
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνεξάλειπτος:''' -ον ([[ἐξαλείφω]]), μη εξαλειφόμενος, [[απαράγραπτος]], σε Ισοκρ., Πλούτ. | |lsmtext='''ἀνεξάλειπτος:''' -ον ([[ἐξαλείφω]]), μη εξαλειφόμενος, [[απαράγραπτος]], σε Ισοκρ., Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνεξάλειπτος:''' неизгладимый, незабываемый (τιμαί Isocr.; τῆς δυσγενείας ὀνείδη Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:24, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰλ], ον,
A indelible, Isoc.5.71, Plu.2.1b, PHolm.22.43, cf. 1.12. Adv. -τως Hsch.
German (Pape)
[Seite 223] unauslöschlich, τιμή Isocr. 5, 71; ὀνείδη Plut. ed. lib. 1. – In B. A. 392 Erklrg von ἀναπόνιπτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεξάλειπτος: -ον, ὁ μὴ ἐξαλειφόμενος, Ἰσοκρ. 96C, Πλούτ. -Ἐπίρρ. -τως Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ineffaçable.
Étymologie: ἀ, ἐξαλείφω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1imborrable, indeleble τιμαί Isoc.5.71, τὰ τῆς δυσγενείας ὀνείδη Plu.2.1a, μνήμη Longin.33.3, cf. Ph.1.498, 2.221, PHolm.1.129, Cyr.H.Procatech.17
•indestructible, imperecedero τὰ σπέρματα τῆς ἀρετῆς Origenes M.17.173C.
2 carente de absolución del pecado μὴ ἀφῇς ἀνεξάλειπτον ἁμαρτίαν Marc.Er.Opusc.M.65.921A.
II adv. -ως imperecederamente φιλείτω με PMag.10.8.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀνεξάλειπτος, -ον)
αυτός που δεν εξαλείφθηκε ή δεν μπορεί να εξαλειφθεί, ανεξίτηλος.
Greek Monotonic
ἀνεξάλειπτος: -ον (ἐξαλείφω), μη εξαλειφόμενος, απαράγραπτος, σε Ισοκρ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεξάλειπτος: неизгладимый, незабываемый (τιμαί Isocr.; τῆς δυσγενείας ὀνείδη Plut.).