ἀντίφονος: Difference between revisions

From LSJ

Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank

Menander, Monostichoi, 498
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντίφονος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έρχεται ως [[απάντηση]] σε φόνο, ως [[εκδίκηση]] για το [[αίμα]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> <i>θάνατοι ἀντ</i>., θάνατοι από αμοιβαίες σφαγές, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀντίφονος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έρχεται ως [[απάντηση]] σε φόνο, ως [[εκδίκηση]] για το [[αίμα]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> <i>θάνατοι ἀντ</i>., θάνατοι από αμοιβαίες σφαγές, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντίφονος:''' <b class="num">1)</b> карающий за убийство (ποιναί Aesch.; δίκαι Soph.);<br /><b class="num">2)</b> отвечающий убийством на убийство: ἀντίφονοι θάνατοι Aesch. взаимные убийства.
}}
}}

Revision as of 16:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίφονος Medium diacritics: ἀντίφονος Low diacritics: αντίφονος Capitals: ΑΝΤΙΦΟΝΟΣ
Transliteration A: antíphonos Transliteration B: antiphonos Transliteration C: antifonos Beta Code: a)nti/fonos

English (LSJ)

ον,

   A in revenge for blood, ποινὰς ἀντιφόνους ἄτας A.Eu.982; δώσουσ' ἀντιφόνους δίκας S.El.248; ἀντίφονον κορέσαι στόμα Id.Ph.1156.    II θάνατοι ἀ. deaths by mutual slaughter, A.Th.893.—Trag. word, but only in lyric passages.

German (Pape)

[Seite 263] 1) für den Mord, δίκαι Soph. El. 240. – 2) wechselseitig mordend, θάνατος ἀντίφονος. Wechselmord, Aesch. Sept. 874; vgl. ἄτας Eum. 982. – 3) dagegen mordend, στόμα Soph. Phil. 1141.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίφονος: -ον, ὁ ἀντὶ φόνου διδόμενος, ὁ πρὸς ἐκδίκισιν αἵματος, ποινὰς ἀντιφόνους ἄτας = ποινὰς ἀτηρὰς ἀντὶ φόνου, Αἰσχύλ. Εὐ. 982· δώσουσ’ ἀντιφόνους δίκας Σοφ. Ἠλ. 248· ἀντίφονον κορέσαι στόμα Σοφ. Φ. 1156. ΙΙ. θάνατοι ἀντίφονοι, θάνατοι ἐξ ἀλληλοσφαγίας, Αἰσχύλ. Θ. 893: - Τραγ. λέξις, ἀλλὰ μόνον ἐν λυρ. χωρίοις.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui rend meurtre pour meurtre;
2 qui venge un meurtre.
Étymologie: ἀντί, φόνος.

Spanish (DGE)

-ον
1 que comporta crímenes recíprocos ποινὰς ἀντιφόνους Ἄτας A.Eu.982, ἀντιφόνων θανάτων ἀραί maldiciones que causan muertes recíprocas de Etéocles y Polinices, A.Th.894.
2 vengador δώσουσ' ἀντιφόνους δίκας S.El.248, στόμα S.Ph.1156.

Greek Monolingual

ἀντίφονος, -ον (Α)
1. αυτός που γίνεται για εκδίκηση φόνου
2. φρ. «θάνατοι ἀντίφονοι» — αλληλοεξόντωση.

Greek Monotonic

ἀντίφονος: -ον, I. αυτός που έρχεται ως απάντηση σε φόνο, ως εκδίκηση για το αίμα, σε Αισχύλ., Σοφ.
II. θάνατοι ἀντ., θάνατοι από αμοιβαίες σφαγές, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίφονος: 1) карающий за убийство (ποιναί Aesch.; δίκαι Soph.);
2) отвечающий убийством на убийство: ἀντίφονοι θάνατοι Aesch. взаимные убийства.