κυδάνω: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῡδάνω:''' [ᾰ] = [[κυδαίνω]], μόνο στον ενεστ. και παρατ.<br /><b class="num">I.</b> έχω σε [[υπόληψη]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[καυχιέμαι]], [[περηφανεύομαι]], στο ίδ.
|lsmtext='''κῡδάνω:''' [ᾰ] = [[κυδαίνω]], μόνο στον ενεστ. και παρατ.<br /><b class="num">I.</b> έχω σε [[υπόληψη]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[καυχιέμαι]], [[περηφανεύομαι]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κῡδάνω:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> делать славным, покрывать славой (τοὺς Τρῶας Hom.);<br /><b class="num">2)</b> быть гордым, гордиться, торжествовать (Ἀχαιοὶ [[μέγα]] κύδανον οὕνεκ᾽ Ἀχιλλεὺς ἐξεφάνη Hom.).
}}
}}

Revision as of 06:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡδάνω Medium diacritics: κυδάνω Low diacritics: κυδάνω Capitals: ΚΥΔΑΝΩ
Transliteration A: kydánō Transliteration B: kydanō Transliteration C: kydano Beta Code: kuda/nw

English (LSJ)

[ᾰ],

   A = κυδαίνω, only pres. and impf., exalt, τοὺς μὲν ὁμῶς μακάρεσσι θεοῖσι κυδάνει Il.14.73.    II to be triumphant, Ἀχαιοὶ μὲν μέγα κύδανον 20.42.

German (Pape)

[Seite 1524] = κυδαίνω; τοὺς μὲν ὁμοῦ μακάρεσσι θεοῖσιν κυδάνει Il. 14, 73, auch intrans., Ruhm haben, Ἀχαιοὶ μὲν μέγα κύδανον, οὕνεκα 20, 42.

Greek (Liddell-Scott)

κῡδάνω: ᾰ, = κυδαίνω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἔχω ἐν τιμῇ, τοὺς μὲν ὁμῶς μακάρεσσι θεοῖσι κυδάνει Ἰλ. Ξ. 75. ΙΙ. = κυδιάω, καυχῶμαι, ὑπερηφανεύομαι, Ἀχαιοὶ μὲν μέγα κύδανον, οὕνεκα... Υ. 42.

French (Bailly abrégé)

impf. poét. κύδανον;
1 tr. célébrer, vanter, glorifier;
2 intr. se vanter.
Étymologie: cf. κυδαίνω.

Greek Monolingual

κυδάνω (Α)
κυδαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κυδαίνω, σχηματισμένος υστερογενώς από τον αόρ. -κύδαν-α].

Greek Monotonic

κῡδάνω: [ᾰ] = κυδαίνω, μόνο στον ενεστ. και παρατ.
I. έχω σε υπόληψη, σε Ομήρ. Ιλ.
II. καυχιέμαι, περηφανεύομαι, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κῡδάνω: (ᾰ)
1) делать славным, покрывать славой (τοὺς Τρῶας Hom.);
2) быть гордым, гордиться, торжествовать (Ἀχαιοὶ μέγα κύδανον οὕνεκ᾽ Ἀχιλλεὺς ἐξεφάνη Hom.).