μεταβάπτω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταβάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[αλλάζω]] το [[χρώμα]] κάποιου αντικειμένου με [[νέα]] [[βαφή]], σε Πλούτ., Λουκ.
|lsmtext='''μεταβάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[αλλάζω]] το [[χρώμα]] κάποιου αντικειμένου με [[νέα]] [[βαφή]], σε Πλούτ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταβάπτω:''' (путем погружения) окрашивать в иной цвет, перекрашивать (ὄξει μεταβαπτόμενον [[νόμισμα]] Plut.; [[ἱκανῶς]] μεταβεβάφθαι Luc.): ὑπὸ τοῦ δέους μεταβαφείς Luc. изменившись от страха в лице.
}}
}}

Revision as of 23:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταβάπτω Medium diacritics: μεταβάπτω Low diacritics: μεταβάπτω Capitals: ΜΕΤΑΒΑΠΤΩ
Transliteration A: metabáptō Transliteration B: metabaptō Transliteration C: metavapto Beta Code: metaba/ptw

English (LSJ)

   A change by dipping, Luc.Am.40: metaph., αὐτοὺς μ. ἡ φιλοσοφία Id.Bis Acc.8:—Pass., change one's complexion, Id.Anach. 33.

German (Pape)

[Seite 144] umfärben, anders färben, Sp., wie Luc. bis accus. 8, μεταβαφέντες ὑπὸ τοῦ δέους Gymnas. 33; von der eisernen Münze der Spartaner, ὄξει μεταβαπτόμενον ἐκ πυρός, durch Eintauchen in Essig verändert, Plut. Lys. 17.

Greek (Liddell-Scott)

μεταβάπτω: μέλλ. -ψω, δίδω διὰ βαφῆς ἄλλο χρῶμα, τοὺς πλοκάμους... ξανθῷ μεταβάπτουσιν ἄνθει Λουκ. Ἔρωτες 40· ἔτι γὰρ αὐτοὺς μετέβαπτεν ἡ φιλοσοφία παραλαβοῦσα ὁ αὐτ. ἐν Δὶς Κατηγ. 8· ― ἐν τῷ παθ., χρῆσθαι τῷ πατρίῳ νομίσματι· τοῦτο δ’ ἦν σιδηροῦν, πρῶτον μὲν ὄξει μεταβαπτόμενον ἐκ πυρός, ἐμβαπτόμενον εἰς ὄξος, Πλουτ. Λύσ. 17· μεταφορ., ἀλλάσσω τὸ χρῶμα μου, ὠχροὶ ἅπαντες, ὑπὸ δέους μεταβαφέντες Λουκ. Ἀνάχ. 33.

French (Bailly abrégé)

teindre en une autre couleur ; Pass. changer de couleur.
Étymologie: μετά, βάπτω.

Greek Monolingual

και μεταβάφω και ματαβάφω (Α μεταβάπτω)
δίνω σε κάτι άλλο χρώμα με βαφή, μεταβάλλω τον χρωματισμό κάποιου («αἱ μέν... φαρμάκοις ἐρυθραίνειν δυναμένοις... τοὺς πλοκάμους... ξανθῷ μεταβάπτουσιν ἄνθει», Λουκιαν.)
νεοελλ.
(στον τ. ματαβάφω) βάφω για δεύτερη φορά, ξαναβάφω.

Greek Monotonic

μεταβάπτω: μέλ. -ψω, αλλάζω το χρώμα κάποιου αντικειμένου με νέα βαφή, σε Πλούτ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μεταβάπτω: (путем погружения) окрашивать в иной цвет, перекрашивать (ὄξει μεταβαπτόμενον νόμισμα Plut.; ἱκανῶς μεταβεβάφθαι Luc.): ὑπὸ τοῦ δέους μεταβαφείς Luc. изменившись от страха в лице.