ἐπάργυρος: Difference between revisions
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπάργῠρος:''' -ον, αυτός που έχει καλυφθεί από [[ασήμι]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἐπάργῠρος:''' -ον, αυτός που έχει καλυφθεί από [[ασήμι]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπάργῠρος:''' отделанный или выложенный серебром ([[κλίνη]] Her.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A overlaid with silver, κλῖναι Hdt.1.50,9.80, cf. IG12.276, BMus.Inscr.4.481*.472; πανοπλίαι Onos.1.20.
German (Pape)
[Seite 904] mit Silber belegt, κλίνη Her. 1, 50. 9, 80 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάργῠρος: -ον, ἐπηργυρωμένος, Ἡρόδ. 1. 50., 9. 80.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
orné ou plaqué d’argent.
Étymologie: ἐπί, ἄργυρος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α επάργυρος, -ον)
ο επαργυρωμένος, αυτός που έχει καλυφθεί με λεπτό στρώμα αργύρου, ασημωμένος, ασημοκαπνισμένος («επάργυρα σκεύη»)
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «μισθωτής».
Greek Monotonic
ἐπάργῠρος: -ον, αυτός που έχει καλυφθεί από ασήμι, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπάργῠρος: отделанный или выложенный серебром (κλίνη Her.).