συνεπιτίθημι: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνεπιτίθημι:''' μέλ. -[[θήσω]],<br /><b class="num">I.</b> [[επιθέτω]], [[βάζω]] [[επιπλέον]] ή από κοινού, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., επιτίθεμαι, [[επιπίπτω]], [[εφορμώ]] από κοινού με, <i>τινι</i>, σε Θουκ.· <i>ξυνεπιτίθεμαι τῷ ἔργῳ</i>, [[συνεργάζομαι]] σε [[κάτι]], επιδίδομαι από κοινού σε κάποιο [[έργο]], στον ίδ. | |lsmtext='''συνεπιτίθημι:''' μέλ. -[[θήσω]],<br /><b class="num">I.</b> [[επιθέτω]], [[βάζω]] [[επιπλέον]] ή από κοινού, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., επιτίθεμαι, [[επιπίπτω]], [[εφορμώ]] από κοινού με, <i>τινι</i>, σε Θουκ.· <i>ξυνεπιτίθεμαι τῷ ἔργῳ</i>, [[συνεργάζομαι]] σε [[κάτι]], επιδίδομαι από κοινού σε κάποιο [[έργο]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεπιτίθημι:''' <b class="num">1)</b> одновременно или вместе накладывать, наваливать (σ. καὶ συνεπιφορτίζειν Plut.): ἀθρόα συνεπιτιθέμενα ἀκροάματα Plut. куча всевозможных рассказов; [[ἅμα]] τῷ πολέμῳ καὶ λιμοῦ συνεπιτιθεμένου τοῖς Ῥωμαίοις Plut. когда на римлян, вместе с войной, обрушился и голод; ξυνεπιτίθεσθαι ἔργῳ Thuc. дружно приняться за дело;<br /><b class="num">2)</b> med. вместе или одновременно набрасываться, нападать Xen.: σ. τινι [[μετά]] τινος Thuc., Plat.; вместе с кем-л. нападать на кого-л.; συνεπέθετο καὶ Ἑλλανοκράτης Arst. в заговоре принял участие и Гелланократ;<br /><b class="num">3)</b> med. использовать также против (кого-л.), воспользоваться (τοῖς καιροῖς Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> med. подтверждать (συνεπέθεντο φάσκοντες [[ταῦτα]] οὔτως ἔχειν NT). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:16, 1 January 2019
English (LSJ)
A help in putting on, put on still more, βάρος Plu.2.728c. II Med., join in attacking, τῷ Μήδῳ Th.3.54, cf.6.17; τῷ τῆς τύχης πταίσματι Phld.Vit.p.21J.; μετά τινος Th.1.23, 6.10, Pl.Phlb.16a: abs., X.Cyr. 4.2.3, Is.6.29, Arist.Pol.1311b17, LXXDe.32.27, Act.Ap.24.9. 2 σ. τῷ ἔργῳ fall to the work together, Th.6.56. 3 set upon and use to one's own advantage, σ. τῇ ἀγνοίᾳ, τῷ μίσει τινός, Plb.6.43.4; τοῖς καιροῖς Id.3.15.10, 5.87.2. 4 σ. τισὶ ἁμαρτίαν lay a sin to their charge, LXX Nu.12.11.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιτίθημι: ἐπιτίθημι προσέτι, μηδενὸς ἀφαιρεῖν βάρος, συνεπιτιθέναι Πλούτ. 2. 748C. ΙΙ. Μέσ., ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος ἐπιτίθεμαι, ἐπιπίπτω, προσβάλλω, τῷ Μήδῳ Θουκ. 3. 54, πρβλ. 6. 17· ξ. τινὶ μετά τινος ὁ αὐτ. 1. 23., 6. 10, Πλάτ. Φίληβ. 16Α, ἀπολ., Ξεν. Κύρ. 4. 2, 3. 2) ξ. τῷ ἔργῳ, ἐπιδίδομαι ὁμοῦ εἰς τὸ ἔργον, Θουκ. 6. 56, πρβλ. Ἰσαῖον 59. 17· 3) μεταχειρίζομαί τι πρὸς ἰδίαν μου ὠφέλειαν, «Θηβαῖοι μὲν γὰρ τῇ Λακεδαιμονίων ἀγνοίᾳ καὶ τῷ τῶν συμμάχων πρὸς αὐτοὺς μίσει συνεπιθέμενοι» Πολύβ. 6. 43, 4· οὕτως, ἐφοβεῖτο δὲ τὸν Ἀχαιὸν μὴ συνεπίθηται τοῖς καιροῖς ὁ αὐτ. 5. 87, 2· τοῖς καιροῖς συνεπιθέμενοι πρότερον ὁ αὐτ. 3. 15, 10.
French (Bailly abrégé)
ajouter à une charge, augmenter de plus en plus une charge;
Moy. συνεπιτίθεμαι;
1 se mettre ensemble à : ἔργῳ THC à un travail;
2 en mauv. part attaquer ensemble, s’abattre à la fois sur, s’acharner ensemble contre, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπιτίθημι.
Greek Monolingual
Α
βλ. συνεπιτίθεμαι.
Greek Monolingual
Α
βλ. συνεπιτίθεμαι.
Greek Monotonic
συνεπιτίθημι: μέλ. -θήσω,
I. επιθέτω, βάζω επιπλέον ή από κοινού, σε Πλούτ.
II. Μέσ., επιτίθεμαι, επιπίπτω, εφορμώ από κοινού με, τινι, σε Θουκ.· ξυνεπιτίθεμαι τῷ ἔργῳ, συνεργάζομαι σε κάτι, επιδίδομαι από κοινού σε κάποιο έργο, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
συνεπιτίθημι: 1) одновременно или вместе накладывать, наваливать (σ. καὶ συνεπιφορτίζειν Plut.): ἀθρόα συνεπιτιθέμενα ἀκροάματα Plut. куча всевозможных рассказов; ἅμα τῷ πολέμῳ καὶ λιμοῦ συνεπιτιθεμένου τοῖς Ῥωμαίοις Plut. когда на римлян, вместе с войной, обрушился и голод; ξυνεπιτίθεσθαι ἔργῳ Thuc. дружно приняться за дело;
2) med. вместе или одновременно набрасываться, нападать Xen.: σ. τινι μετά τινος Thuc., Plat.; вместе с кем-л. нападать на кого-л.; συνεπέθετο καὶ Ἑλλανοκράτης Arst. в заговоре принял участие и Гелланократ;
3) med. использовать также против (кого-л.), воспользоваться (τοῖς καιροῖς Polyb.);
4) med. подтверждать (συνεπέθεντο φάσκοντες ταῦτα οὔτως ἔχειν NT).