Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἄοζος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄοζος:''' ὁ, [[υπηρέτης]], [[δούλος]], σε Αισχύλ. (πιθ. από τα <i>ααθροιστικό</i> και το [[ὁδός]]· πρβλ. ἀ-κόλουθος).
|lsmtext='''ἄοζος:''' ὁ, [[υπηρέτης]], [[δούλος]], σε Αισχύλ. (πιθ. από τα <i>ααθροιστικό</i> και το [[ὁδός]]· πρβλ. ἀ-κόλουθος).
}}
{{elru
|elrutext='''ἄοζος:''' ὁ служитель при жертвоприношениях Aesch.
}}
}}

Revision as of 06:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄοζος Medium diacritics: ἄοζος Low diacritics: άοζος Capitals: ΑΟΖΟΣ
Transliteration A: áozos Transliteration B: aozos Transliteration C: aozos Beta Code: a)/ozos

English (LSJ)

ὁ,

   A = θεράπων, servant, attendant, esp. belonging to a temple, A.Ag.231 (lyr.), cf. Call.Del.249, IG9(1).976 (Corc.). (sṃ-sod-yos, root sed- 'go', Slav. ξηοδῠ, cf. ὁδός.)
ἄοζος, ον,

   A = ἄνοζος, q.v.

German (Pape)

[Seite 271] (vielleicht mit αἰζηός verwandt), ὁ, Diener, bes. Opferdiener, Aesch. Ag. 223; Hesych. μάγειροι, ὑπηρέται, θεράποντες, ἀκόλουθοι; ἄζοι Ath. VI, 267 c ist wohl corrumpirt. ohne Aeste, Theophr., auch ἄνοζος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄοζος: ὁ, = θεράπων, ὑπηρέτης, ἰδίως ὁ ἀνήκων εἰς ναόν τινα, μάγιρος, - ὑπηρέτας, - ἄοζος - οἰνοχόος Ἐπιγρ. Κερκύρας 3212, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 231· ἴδε καὶ ῥῆμα ἀοσσέω· (πιθαν. ἀντὶ ἀόδιος (α ἀθροιστ.) καὶ ἑπομ. = ἀκόλουθος), «ἄοζος, ὑπηρέτης, διάκονος» Α.Β, καὶ καθ’ Ἡσύχ. «ἄοζοι· μάγειροι, ὑπηρέται, θεράποντες, ἀκόλουθοι Καλλίμαχος» (εἰς Δῆλ. 249).

French (Bailly abrégé)

1ου (ὁ) :
serviteur dans un sacrifice.
Étymologie: p. *ἀόδιος, de ἀ- cop. et ὁδός, litt. « qui fait route avec, qui suit » ; cf. ἀκολουθός.

Spanish (DGE)

v. ἄνοζος.
-ου, ὁ

• Alolema(s): ἄζος Cleitarchus glossographus en Ath.267c
servidor φράσεν δ' ἀόζοις πατὴρ A.A.231, cf. Call.Fr.563, IG 9(1).976 (Corara), Cleitarchus glossographus l.c., Zonar.115.15C.

• Etimología: Cf. ὄζος.

Greek Monolingual

(I)
ἄοζος, ο (Α)
θεράπων, υπηρέτης, ακόλουθος, ειδικά αυτός που προσφέρει υπηρεσίες σε ναό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεταομηρικό επιτατικό τ. του όζος «κλάδος, βλαστός -γόνος, σύντροφος» με α- αθροιστικό, πιθ. από επίδραση του ρ. αοσσέω «βοηθώ» — κατ' άλλη άποψη, άοζος < α-σοδ-yos «συμπορευόμενος, συνοδοιπόρος» < sm -sodyos πιθ. από ρ. sed «πηγαίνω, βαδίζω» (πρβλ. οδός)].———————— (II)
ἄοζος, -ον (Α)
άνοζος, χωρίς βλαστούς.

Greek Monotonic

ἄοζος: ὁ, υπηρέτης, δούλος, σε Αισχύλ. (πιθ. από τα ααθροιστικό και το ὁδός· πρβλ. ἀ-κόλουθος).

Russian (Dvoretsky)

ἄοζος: ὁ служитель при жертвоприношениях Aesch.