τροποφορέω: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τροποφορέω:''' μέλ. <i>τροποφορήσω</i>, [[υπομένω]] τους τρόπους κάποιου, <i>τινά</i>, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''τροποφορέω:''' μέλ. <i>τροποφορήσω</i>, [[υπομένω]] τους τρόπους κάποιου, <i>τινά</i>, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''τροποφορέω:''' ублажать (τινα NT - v. l. [[τροφοφορέω]]).
}}
}}

Revision as of 06:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροποφορέω Medium diacritics: τροποφορέω Low diacritics: τροποφορέω Capitals: ΤΡΟΠΟΦΟΡΕΩ
Transliteration A: tropophoréō Transliteration B: tropophoreō Transliteration C: tropoforeo Beta Code: tropofore/w

English (LSJ)

c. acc.,

   A bear with another's moods, Sch.Ar.Ra.1479, Suid. s. vv. σκύμνος et οὐ χρή; τὸν τῦφόν μου Cic.Att.13.29.1; v.l. for τροφο- in LXXDe.1.31, Act.Ap.13.18.

Greek (Liddell-Scott)

τροποφορέω: μετ’ αἰτ., ὑπομένω τοὺς τρόπους τινός, Λατιν. morigerari alicui, ἢ μὴ καταδέξασθαι ἢ καταδεξαμένους τροποφορεῖν Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1433· τὸν τῦφόν μου πρὸς θεῶν τροποφόρησον Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 29, 2· πρβλ. τροφοφορέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
supporter le caractère de qqn, se plier à ses habitudes.
Étymologie: τρόπος, φέρω.

English (Strong)

from τρόπος and φορέω; to endure one's habits: suffer the manners.

English (Thayer)

(τροφοφορέω) τροφοφόρω: 1st aorist ἐτροφοφόρησα; (τροφός and φέρω); to bear like a nurse or mother, i. e. to take the most anxious and tender care of: τινα, G L T Tr marginal reading (R. V. marginal reading bear as a nursing-father) (Alex. manuscript, etc.; Macarius, hom. 46,3and other ecclesiastical writings); see τροποφορέω.

Greek Monotonic

τροποφορέω: μέλ. τροποφορήσω, υπομένω τους τρόπους κάποιου, τινά, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

τροποφορέω: ублажать (τινα NT - v. l. τροφοφορέω).