ἀπρήϋντος: Difference between revisions
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(3) |
(1a) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπρήϋντος:''' -ον, Αττ. ἀπρα- (<i>πραΰνω</i>), [[αδιάλλακτος]], [[αμείλικτος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀπρήϋντος:''' -ον, Αττ. ἀπρα- (<i>πραΰνω</i>), [[αδιάλλακτος]], [[αμείλικτος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πραΰνω]]<br />[[implacable]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:35, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A implacable, AP7.287 (Antip.), Nonn.D.28.1, al.
German (Pape)
[Seite 338] ep. = ἀπράϋντος, nicht zu beschwichtigen, grausam, θάλασσα Ant. Th. 69 (VII, 287).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρήϋντος: -ον, Ἀττ. ἀπράϋντος, ἀδιάλλακτος, ἀνεξίλαστος, Ἀνθ. Π.7. 287.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on ne peut adoucir, implacable.
Étymologie: ἀ, πραΰνω.
Spanish (DGE)
-ον
cruel, implacable θάλασσα AP 7.287 (Antip.), ἔρις Nonn.D.28.1.
Greek Monotonic
ἀπρήϋντος: -ον, Αττ. ἀπρα- (πραΰνω), αδιάλλακτος, αμείλικτος, σε Ανθ.
Middle Liddell
πραΰνω
implacable, Anth.