ἀποκυέω: Difference between revisions
Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft
(3) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποκυέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[τίκτω]], [[γεννώ]], με αιτ., σε Πλούτ., Λουκ.· μεταφ., ἡ [[ἁμαρτία]] ἀποκυεῖ θάνατον, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ἀποκυέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[τίκτω]], [[γεννώ]], με αιτ., σε Πλούτ., Λουκ.· μεταφ., ἡ [[ἁμαρτία]] ἀποκυεῖ θάνατον, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποκυέω:''' рож(д)ать Arst., Plut., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A bear young, bring forth, c. acc., Arist. Fr.76, interpol. in D.H. 1.70, Plu. Sull.37: abs., Luc. DMar.10.1: metaph., ἡ ἁμαρτία ἀ. θάνατον Ep.Jac.1.15, cf. Ph.1.214:—Pass., of the child, Plu. Lyc.3. Hdn.1.5.5 (Pass. part. ἀποκυόμενα Ph.2.202,397).
German (Pape)
[Seite 309] gebären, Dion. Hal. 1, 70 Luc. Plut., auch von Thieren; übh. hervorbringen, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκυέω: φέρω, τίκτω, γεννῶ, μετ’ αἰτ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 66, Διον. Ἁλ. 1. 70, Πλουτ. Σύλλ. 37· ἀπολ., Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 10. 1: - μεταφ., ἡ ἁμαρτία ἀπ. θάνατον Ἐπιστ. Ἰακώβ. α΄, 15, πρβλ. Φίλωνα 1. 214: - Παθ., ἐπὶ τοῦ γεννωμένου βρέφους, Πλουτ. Λυκοῦργ. 3, Ἡρωδιαν. 1. 5.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
mettre au monde, enfanter.
Étymologie: ἀπό, κυέω.
Spanish (DGE)
1 dar a luz, parir c. ac. τὸν Ὅμηρον Arist.Er.76, θυγάτριον Plu.Sull.37, en v. pas. ἀποκυηθὲν ἄρρεν Plu.Lyc.3, cf. Hdn.1.5.5
•abs., Plu.2.242c, Luc.DMar.9.1, Ael.VH 5.4, Aesop.251.1
•fig. ὦ ... γύναι τὴν εὐσέβειαν ὁλόκληρον ἀποκυήσασα LXX 4Ma.15.17, ἡ δὲ ἁμαρτία ... θάνατον Ep.Iac.1.15, de Dios ἀπεκύησεν ἡμᾶς λόγῳ ἀληθείας Ep.Iac.1.18, ἡ ἐπιστήμη ... τόνδε τὸν κόσμον Ph.1.362, del primer monasterio o casa madre μοναστήρια Pall.H.Laus.32.8, cf. Iren.Lugd.Fr.1.1.1, 14.1.
2 concebir (ἡ βοῦς) ἀπεκύησε καὶ ἐγέννησε τέκνον Origenes M.17.77C.
English (Strong)
from ἀπό and the base of κῦμα; to breed forth, i.e. (by transference) to generate (figuratively): beget, produce.
English (Thayer)
ἀποκύω, or ἀποκύω (hence, 3rd person singular present either ἀποκύει (so WH) or ἀποκύει, Winer s Grammar, 88 (84); Buttmann, 62 (54)); 1st aorist ἀπεκύησα; (κύω, or κυέῶ, to be pregnant; cf. ἔγκυος); to bring forth from the womb, give birth to: τινα, to produce, Dionysius Halicarnassus 1,70; Plutarch, Lucian, Aelian, v. h. 5,4; Herodian, 1,5, 13 (5, Bekker edition); 1,4, 2 (1, Bekker edition).)
Greek Monotonic
ἀποκυέω: μέλ. -ήσω, τίκτω, γεννώ, με αιτ., σε Πλούτ., Λουκ.· μεταφ., ἡ ἁμαρτία ἀποκυεῖ θάνατον, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἀποκυέω: рож(д)ать Arst., Plut., Luc.