διαγογγύζω: Difference between revisions
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
(3) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαγογγύζω:''' παραπονιούνται ο [[ένας]] στον [[άλλο]], γκρινιάζουν [[μεταξύ]] τους, σε Καινή Διαθήκη, Λουκ. | |lsmtext='''διαγογγύζω:''' παραπονιούνται ο [[ένας]] στον [[άλλο]], γκρινιάζουν [[μεταξύ]] τους, σε Καινή Διαθήκη, Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαγογγύζω:''' шептаться, роптать NT. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 31 December 2018
English (LSJ)
A mutter or murmur among themselves, κατά τινος LXX Ex.16.7; ἐπί τινι ib.Nu.14.2: abs., Ev.Luc.15.2, 19.7, Hld.7.27.
Greek (Liddell-Scott)
διαγογγύζω: μέλλ. -σω, γογγύζω πολύ, μουρμουρίζω, κατά τινος Ἑβδ. (Ἐξόδ. 16. 7, 8)· ἐπί τινα αὐτόθι Ἀριθμ. 14. 2· γογγύζομεν πρὸς ἀλλήλους, Εὐαγγ. κ. Λουκ. 15. 2., 19. 7· πρβλ. Ἡλιόδ. 7. 27.
French (Bailly abrégé)
1 murmurer entre soi en parl. de plus. pers. ; κατά τινος, ἐπί τινα contre qqn;
2 murmurer en gén.
Étymologie: διά, γογγύζω.
Spanish (DGE)
1 murmurar como signo de desaprobación διαγογγύζετε ἐν ταῖς σκηναῖς ὑμῶν LXX De.1.27, cf. Ast.Am.Prod.p.107.7, διεγόγγυζον ... λέγοντες ὅτι ... Eu.Luc.15.2, 19.7
•c. giro prep. de pers. murmurar contra καθ' ἡμῶν LXX Ex.16.8, cf. Nu.14.36, ἐπὶ Μωυσῆν LXX Nu.14.2, ἐπὶ τοῖς ἄρχουσιν LXX Io.9.18, tb. c. ac. int. τι πρὸς τοὺς παρόντας ἠρέμα διαγογγύσαντα Hld.7.27.4
•protestar por πονηρῷ ἐπ' ἄρτῳ LXX Si.31.24.
2 rechazar c. ac. τὴν εἰρημένην λέξιν Clem.Al.Strom.3.4.38.
English (Strong)
from διά and γογγύζω; to complain throughout a crowd: murmur.
English (Thayer)
imperfect διεγόγγυζον; to murmur (διά, i. e. either through a whole crowd, or 'among one another,' German durch einander (cf. διά, C.)); hence, it is always used of many indignantly complaining (see γογγύζω): Clement of Alexandria, i, p. 528, Pott. edition; Heliodorus 7,27, and in some Byzantine writings) Cf. Winer's De verb. comp. etc. Part v., p. 16f.
Greek Monolingual
διαγογγύζω (AM)
μεμψιμοιρώ, δυσανασχετώ πάρα πολύ.
Greek Monotonic
διαγογγύζω: παραπονιούνται ο ένας στον άλλο, γκρινιάζουν μεταξύ τους, σε Καινή Διαθήκη, Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
διαγογγύζω: шептаться, роптать NT.