διᾴττω: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διᾴττω:''' ή δι-[[άττω]], Αττ. συνηρ. αντί <i>δι-αΐσσω</i>.
|lsmtext='''διᾴττω:''' ή δι-[[άττω]], Αττ. συνηρ. αντί <i>δι-αΐσσω</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''διᾴττω:''' и [[διάττω]] атт. = [[διᾴσσω]].
}}
}}

Revision as of 08:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾴττω Medium diacritics: διᾴττω Low diacritics: διάττω Capitals: ΔΙΑΤΤΩ
Transliteration A: diā́ittō Transliteration B: diattō Transliteration C: diatto Beta Code: dia/|ttw

English (LSJ)

   A v. διαΐσσω.

Greek (Liddell-Scott)

διᾴττω: ἴδε ἐν λ. διαΐσσω.

French (Bailly abrégé)

v. διαΐσσω.

Greek Monolingual

διᾴττω (Α) αΐσω
διαΐσσω, εκτινάσσομαι, αναπηδώ

Greek Monolingual

διαττῶ (-άω) (Α)
κοσκινίζω καλά, ψιλοκοσκινίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. (δια-) ττάω ανάγεται σε τ. τFαyω < ΙΕ tuā- «κοσκινίζω» (πρβλ. αρχ. ινδ. titau- «κόσκινο» λιθ. tvoju «μάχομαι», αν και σημασιολογικώς διαφορετικό από το ελλ. διαττάω)].

Greek Monotonic

διᾴττω: ή δι-άττω, Αττ. συνηρ. αντί δι-αΐσσω.

Russian (Dvoretsky)

διᾴττω: и διάττω атт. = διᾴσσω.