διόπτης: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source
(4)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διόπτης:''' -ου, ὁ ([[ὄψομαι]], μέλ. του [[ὁράω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που διαβλέπει τα πάντα, <i>ὦ Ζεῦ διόπτα!</i> λέει ο Δικαιόπολις, υψώνοντας ένα κουρελιασμένο [[κομμάτι]] υφάσματος προς το φως, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> = το προηγ., σε Ευρ.
|lsmtext='''διόπτης:''' -ου, ὁ ([[ὄψομαι]], μέλ. του [[ὁράω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που διαβλέπει τα πάντα, <i>ὦ Ζεῦ διόπτα!</i> λέει ο Δικαιόπολις, υψώνοντας ένα κουρελιασμένο [[κομμάτι]] υφάσματος προς το φως, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> = το προηγ., σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δι-όπτης, ου, <i>n</i> [[ὄψομαι]], fut. of [[ὁράω]]<br /><b class="num">I.</b> a looker [[through]], ὦ Ζεῦ διόπτα! says Dicaeopolis, holding up a [[ragged]] [[garment]] to the [[light]], Ar.<br /><b class="num">II.</b> = [[διοπτήρ]]., Eur.
}}
}}

Revision as of 21:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διόπτης Medium diacritics: διόπτης Low diacritics: διόπτης Capitals: ΔΙΟΠΤΗΣ
Transliteration A: dióptēs Transliteration B: dioptēs Transliteration C: dioptis Beta Code: dio/pths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A looker through, ὦ Ζεῦ διόπτα! says Dicaeopolis in Ar.Ach.435, holding up a ragged garment to the light.    II = foreg. 1, E.Rh.234 (lyr.).    III = διόπτρα 1, Hsch.

German (Pape)

[Seite 634] ὁ, dasselbe; στρατιᾶς Eur. Rhes. 234; καὶ ἐρευνητής D. Cass. 78, 14. Bei Ar. Ach. 435 von Zeus, der alles durchschaut, aus Eur.

Greek (Liddell-Scott)

διόπτης: -ου, ὁ, ὁ διαβλέπων, ὁ τὰ πάντα διορῶν, ὦ Ζεῦ διόπτρα ! λέγει ὁ Δικαιόπολις, ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 435, ἐγείρων ἱμάτιον κατεσχισμένον πρὸς τὸ φῶς. ΙΙ. = τῷ προηγ., Εὐρ. Ρήσ. 234.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 qui veille sur toutes choses (ép. de Zeus);
2 éclaireur, espion.
Étymologie: διόψομαι, v. διοράω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ I espía c. gen. obj. στρατιᾶς ... διόπτας E.Rh.234.
II 1el que mira a través cóm. de Zeus ὦ Ζεῦ διόπτα καὶ κατόπτα (habla Diceópolis sosteniendo un vestido hecho andrajos), Ar.Ach.435.
2 el que extiende su vista por todas partes de Dios, Doroth.Vis.14.

Greek Monolingual

διόπτης, ο (Α)
1. αυτός που βλέπει τα πάντα, παντεπόπτης
2. κατάσκοπος
3. η διόπτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α+ -οπτης < (θ.) οπ- (πρβλ. όπωπα)].

Greek Monotonic

διόπτης: -ου, ὁ (ὄψομαι, μέλ. του ὁράω
I. αυτός που διαβλέπει τα πάντα, ὦ Ζεῦ διόπτα! λέει ο Δικαιόπολις, υψώνοντας ένα κουρελιασμένο κομμάτι υφάσματος προς το φως, σε Αριστοφ.
II. = το προηγ., σε Ευρ.

Middle Liddell

δι-όπτης, ου, n ὄψομαι, fut. of ὁράω
I. a looker through, ὦ Ζεῦ διόπτα! says Dicaeopolis, holding up a ragged garment to the light, Ar.
II. = διοπτήρ., Eur.