εἰκοσάμηνος: Difference between revisions

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰκοσάμηνος:''' -ον ([[μήν]]), αυτός που έχει [[ηλικία]] [[είκοσι]] μηνών, σε Ανθ.
|lsmtext='''εἰκοσάμηνος:''' -ον ([[μήν]]), αυτός που έχει [[ηλικία]] [[είκοσι]] μηνών, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰκοσάμηνος:''' двадцатимесячный ([[νήπιος]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 19:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰκοσάμηνος Medium diacritics: εἰκοσάμηνος Low diacritics: εικοσάμηνος Capitals: ΕΙΚΟΣΑΜΗΝΟΣ
Transliteration A: eikosámēnos Transliteration B: eikosamēnos Transliteration C: eikosaminos Beta Code: ei)kosa/mhnos

English (LSJ)

ον,

   A twenty months old, AP7.662 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 727] von zwanzig Monaten, Leon. Al. 41 (VII, 662).

Greek (Liddell-Scott)

εἰκοσάμηνος: -ον, ἔχων εἴκοσι μηνῶν ἡλικίαν, Ἀνθ. ΙΙ. 7. 662.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
(âgé) de vingt mois.
Étymologie: εἴκοσι, μήν².

Spanish (DGE)

-ον
de veinte meses de edad ὁ εἰ. ἀδελφός Theoc.Ep.16.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM εἰκοσάμηνος, -ον)
1. αυτός που έχει ηλικία είκοσι μηνών
2. αυτός που διαρκεί είκοσι μήνες
3. το ουδ. ως ουσ. το εικοσάμηνο
διάστημα είκοσι μηνών.

Greek Monotonic

εἰκοσάμηνος: -ον (μήν), αυτός που έχει ηλικία είκοσι μηνών, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εἰκοσάμηνος: двадцатимесячный (νήπιος Anth.).