ἐκπαίδευμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκπαίδευμα:''' -ατος, τό, [[βρέφος]], [[νήπιο]], [[παιδί]], τέκνο, [[μαθητούδι]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐκπαίδευμα:''' -ατος, τό, [[βρέφος]], [[νήπιο]], [[παιδί]], τέκνο, [[μαθητούδι]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκπαίδευμα:''' ατος τό питомец Eur.
}}
}}

Revision as of 08:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπαίδευμα Medium diacritics: ἐκπαίδευμα Low diacritics: εκπαίδευμα Capitals: ΕΚΠΑΙΔΕΥΜΑ
Transliteration A: ekpaídeuma Transliteration B: ekpaideuma Transliteration C: ekpaidevma Beta Code: e)kpai/deuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A nursling, child, E.Cyc.601.

German (Pape)

[Seite 771] τό, das Erzogene, Zögling, Eur. Cycl. 601.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπαίδευμα: τό, τὸ ἐκπαιδευθὲν ἢ ἀνατραφέν, τέκνον, σὺ δ’, ὦ μελαίνης νυκτὸς ἐκπαίδευμ’, Ὕπνε Εὐρ. Κύκλ. 601.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
nourrisson, rejeton.
Étymologie: ἐκπαιδεύω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό criatura Νυκτὸς ἐ. del sueño, E.Cyc.601.

Greek Monolingual

ἐκπαίδευμα, το (Α)
1. αυτός που εκπαιδεύτηκε, που ανατράφηκε από κάποιον
2. τέκνο, παιδί.

Greek Monotonic

ἐκπαίδευμα: -ατος, τό, βρέφος, νήπιο, παιδί, τέκνο, μαθητούδι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπαίδευμα: ατος τό питомец Eur.