ἐξανάστασις: Difference between revisions

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξανάστᾰσις:''' -εως, ἡ (ἐξανίσταμαι), [[έγερση]], [[σήκωμα]], [[ανάσταση]] από τους νεκρούς, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἐξανάστᾰσις:''' -εως, ἡ (ἐξανίσταμαι), [[έγερση]], [[σήκωμα]], [[ανάσταση]] από τους νεκρούς, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξανάστᾰσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> изгнание, выселение (ἐ. καὶ [[καταφθορά]] Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> воскресение (τῶν νεκρῶν NT).
}}
}}

Revision as of 06:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξανάστᾰσις Medium diacritics: ἐξανάστασις Low diacritics: εξανάστασις Capitals: ΕΞΑΝΑΣΤΑΣΙΣ
Transliteration A: exanástasis Transliteration B: exanastasis Transliteration C: eksanastasis Beta Code: e)cana/stasis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A removal, expulsion, Plb.2.21.9,al.    II intr., emigration, τινῶν ἐκ τῆς οἰκείας Str.2.3.6.    2 rising from bed to go to stool, Hp. Prog.11; later simply, going to stool, Aret.SD2.9 (pl.), Sever.Clyst.pp.3,34 D., etc.    b rising from bed in the morning, Porph.VP40; ἐ. ὕπνου Gal.7.96.    3 ἡ ἐ. ἡ ἐκ νεκρῶν resurrection from the dead, Ep.Phil.3.11.    4 woman's ornament, BGU717.11 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 868] ἡ, 1) das Aufstehenlassen, Wegführen oder Vertreiben; καὶ καταφθορά Pol. 2, 21, 9, vgl. 3, 55, 4; aber ἡ τῶν Κίμβρων ἐξ. ἐκ τῆς οἰκείας, die Auswanderung, Strab. II, 102. – 2) das Aufstehen der Kranken vom Lager, Hippocr. – Im N. T die Auferstehung vom Tode.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανάστᾰσις: -εως, ἡ, τὸ ποιεῖν τινα ἀνάστατον, ἔξωσις, ἐκδίωξις, ὑπὲρ ὁλοσχεροῦς ἐξαναστάσεως αὐτῶν καὶ καταφθορᾶς Πολύβ. 2. 21, 9, κτλ.: ἀμεταβ., μετοικεσία, μετανάστασις, Στράβ. 102. ΙΙ. ἀμεταβ., ὡσαύτως, ἡ ἐν τῆς κλίνης ἔγερσις πρὸς κένωσιν, κοπιῇ γὰρ ὁ ἄνθρωπος ὑπὸ τῆς ξυνεχέος ἐξαναστάσιος Ἱππ. Προγν. 40. 3. 2) = ἀνάστασις, τὴν ἐξανάστασιν τὴν ἐν τῶν νεκρῶν Ἐπιστολ. π. Φιλίππ. γ΄, 11.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. action de faire se lever et partir, expulsion;
II. 1 émigration forcée;
2 action de se lever (de son lit);
3 résurrection.
Étymologie: ἐξανίστημι.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ

• Morfología: [gen. -ιος Hp.Prog.11]
I c. idea de mov. ‘hacia arriba’
1 acción de levantarse de la cama para evacuar ξυνεχὴς ἐ. Hp.l.c.
de donde medic. evacuación, deposición Hp.Epid.7.11, cf. Prorrh.1.109, Aret.SD 2.9.6, Seuer.Clyst.p.3, 34
gener. acción de ponerse en pie o levantarse después del sueño τῶν μὲν ἄλλων φυλάκων ἐ. I.BI 6.69, ἐ. ὕπνου Gal.7.96, πρὸ δὲ τῆς ἐξαναστάσεως Porph.VP 40, del suelo tras una caída, Plb.3.55.4.
2 creación ἐξαλείψω πᾶσαν τὴν ἐξανάστασιν exterminaré todo lo que he puesto en pie LXX Ge.7.4.
3 fig. arrogancia, actitud de enfrentamiento entre los hombres, Chrys.M.62.76, cf. Origenes Io.6.11 (p.121.3).
II c. idea de mov. ‘hacia atrás’ o de direcc. indiferente
1 emigración ὃ καὶ τῆς ἐξαναστάσεως αἴτιον γέγονεν Arist.Fr.547, ἡ ἐ. ἐκ τῆς οἰκείας Str.2.3.6.
2 expulsión por la fuerza de un lugar, Plb.2.21.9, 35.4.
III c. idea de ‘renovación’
1 resurgimiento, revivificación ἡ τῶν σπερμάτων καὶ καρπῶν ... ἐ. Thphl.Ant.Autol.1.13.
2 crist. resurrección τῶν νεκρῶν Ep.Phil.3.11, cf. Meth.Symp.4.5.

English (Strong)

from ἐξανίστημι; a rising from death: resurrection.

English (Thayer)

ἐξαναστασεως, ἡ (ἐξανίστημι, which see), a rising up (Polybius 3,55, 4); a rising again, resurrection: τῶν νεκρῶν or (L T Tr WH) ἡ ἐκ τῶν νεκρῶν, Philippians 3:11.

Greek Monotonic

ἐξανάστᾰσις: -εως, ἡ (ἐξανίσταμαι), έγερση, σήκωμα, ανάσταση από τους νεκρούς, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἐξανάστᾰσις: εως ἡ1) изгнание, выселение (ἐ. καὶ καταφθορά Polyb.);
2) воскресение (τῶν νεκρῶν NT).