ἐπιβάσκω: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιβάσκω:''' Ενεργ. του [[ἐπιβαίνω]], με γεν., <i>κακῶν ἐπιβασκέμεν υἷας Ἀχαιῶν</i>, οδηγείς αυτούς σε [[δυστυχία]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἐπιβάσκω:''' Ενεργ. του [[ἐπιβαίνω]], με γεν., <i>κακῶν ἐπιβασκέμεν υἷας Ἀχαιῶν</i>, οδηγείς αυτούς σε [[δυστυχία]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιβάσκω:''' [causat. к [[ἐπιβαίνω]] вводить, погружать, ввергать (κακῶν ἐπιβασκέμεν τινά Hom.).
}}
}}

Revision as of 07:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβάσκω Medium diacritics: ἐπιβάσκω Low diacritics: επιβάσκω Capitals: ΕΠΙΒΑΣΚΩ
Transliteration A: epibáskō Transliteration B: epibaskō Transliteration C: epivasko Beta Code: e)piba/skw

English (LSJ)

causal of ἐπιβαίνω, c. gen., κακῶν ἐπιβασκέμεν υἷας Αχαιῶν

   A lead them into misery, Il.2.234. (Perh. by haplology from ἐπιβιβάσκω.)

German (Pape)

[Seite 928] Il. 2, 234 κακῶν ἐπιβασκέμεν υἷας Ἀχαιῶν, ins Unglück führen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβάσκω: μεταβατικὸν ἐνεργείας τοῦ ἐπιβαίνω ΙΙ, μετὰ γεν., οὐ μὲν ἔοικεν ἀρχὸν ἐόντα κακῶν ἐπιβασκέμεν υἷας Ἀχαιῶν, «οὐ μὴν πρέπει ἀρχηγὸν ὄντα τῶν Ἑλλήνων ἐπὶ κακῶν ἐπιβιβάζειν αὐτοὺς» (Θ. Γαζῆς), δηλ. νὰ ὁδηγῇς αὐτοὺς εἰς δυστυχίας, Ἱλ. Β. 234.

French (Bailly abrégé)

seul. inf. épq. ἐπιβασκέμεν;
plonger dans, gén..
Étymologie: ἐπί, βάσκω.

English (Autenrieth)

equivalent to the causative tenses of ἐπιβαίνω, bring into; κακῶν, Il. 2.234†.

Greek Monolingual

ἐπιβάσκω (Α)
κάνω κάποιον να βαδίσει προς ορισμένη κατεύθυνση, οδηγώ.

Greek Monotonic

ἐπιβάσκω: Ενεργ. του ἐπιβαίνω, με γεν., κακῶν ἐπιβασκέμεν υἷας Ἀχαιῶν, οδηγείς αυτούς σε δυστυχία, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιβάσκω: [causat. к ἐπιβαίνω вводить, погружать, ввергать (κακῶν ἐπιβασκέμεν τινά Hom.).