ζημίωμα: Difference between revisions

From LSJ

ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζημίωμα:''' -ατος, τό ([[ζημιόω]]), [[ποινή]], [[πρόστιμο]], [[τιμωρία]], σε Λουκ.· [[ζημίωμα]] τῆς ἀταξίας, [[ποινή]] που επιβλήθηκε για την [[αταξία]] τους, σε Ξεν.
|lsmtext='''ζημίωμα:''' -ατος, τό ([[ζημιόω]]), [[ποινή]], [[πρόστιμο]], [[τιμωρία]], σε Λουκ.· [[ζημίωμα]] τῆς ἀταξίας, [[ποινή]] που επιβλήθηκε για την [[αταξία]] τους, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ζημίωμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> наказание, кара: ἀταξίας ζ. Xen. наказание за нарушение (воинской) дисциплины;<br /><b class="num">2)</b> право налагать кары: τὰ αὐτὰ καὶ ἀστυνόμοις [[ἔστω]] ζημιώματα Plat. такое же право наложения взысканий должно быть присвоено и астиномам.
}}
}}

Revision as of 07:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζημίωμα Medium diacritics: ζημίωμα Low diacritics: ζημίωμα Capitals: ΖΗΜΙΩΜΑ
Transliteration A: zēmíōma Transliteration B: zēmiōma Transliteration C: zimioma Beta Code: zhmi/wma

English (LSJ)

ατος, τό, (ζημιόω)

   A penalty, fine, Luc.Prom.13, Sammelb.5174.13 (vi A.D.), etc.; τῆς ἀταξίας for their disorder, X.HG3.1.9; -ώματα ἔστω ἀστυνόμοις let them have the right of imposing penalties, Pl.Lg.764c.    2 loss, opp. λῆμμα, BGU419.13 (iii A.D.); injury, damage, ζ. προστρίβεσθαί τινι D.C.52.33.

German (Pape)

[Seite 1139] τό, Strafe, Luc. Prom. 13; bes. Geldbuße, Plat. Legg. VI, 764 c, u. das Recht sie aufzulegen.

Greek (Liddell-Scott)

ζημίωμα: τό, (ζημιόω), τὸ ἀπολεσθέν, ποινή, πρόστιμον, Λουκ. Προμ. 13, κτλ.· τῆς ἀταξίας, διὰ τὴν ἀταξίαν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 9. 2) τὸ δικαίωμα τοῦ ἐπιβάλλειν ζημίαν, ζ. ἔστω ἀστυνόμοις Πλάτ. Νόμ. 764C.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
peine : ζημίωμά τινος XÉN peine infligée pour qch.
Étymologie: ζημιόω.

Greek Monolingual

ζημίωμα, τὸ (Α) ζημιώ
1. ποινή, τιμωρία («ἀταξίας ζημίωμα», Ξεν.)
2. πρόστιμο
3. το δικαίωμα να επιβάλλει κάποιος τιμωρία
4. απώλεια, φθορά, βλάβη.

Greek Monotonic

ζημίωμα: -ατος, τό (ζημιόω), ποινή, πρόστιμο, τιμωρία, σε Λουκ.· ζημίωμα τῆς ἀταξίας, ποινή που επιβλήθηκε για την αταξία τους, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ζημίωμα: ατος τό1) наказание, кара: ἀταξίας ζ. Xen. наказание за нарушение (воинской) дисциплины;
2) право налагать кары: τὰ αὐτὰ καὶ ἀστυνόμοις ἔστω ζημιώματα Plat. такое же право наложения взысканий должно быть присвоено и астиномам.