εὔτροπος: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔτροπος:''' -ον ([[τρέπω]]), [[εύστροφος]], [[πολυμήχανος]], σε Αριστ.
|lsmtext='''εὔτροπος:''' -ον ([[τρέπω]]), [[εύστροφος]], [[πολυμήχανος]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔτροπος:''' <b class="num">1)</b> изворотливый, легко приспособляющийся Arst.
}}
}}

Revision as of 21:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔτροπος Medium diacritics: εὔτροπος Low diacritics: εύτροπος Capitals: ΕΥΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: eútropos Transliteration B: eutropos Transliteration C: eytropos Beta Code: eu)/tropos

English (LSJ)

ον, (τρέπω)

   A versatile, etym. of εὐτράπελος, Arist.EN1128a10.    II (τρόπος) morally good, Sch.Od.1.1; of diseases, mild, Hp.Hum.13; εὔτροπος ἀνθρώποισι δαίμων dub. sens. in PHib.1.2.6 (cf. Epich.258). Adv. -πως, gloss on εὐοργήτως, Sch.Th.1.122.

German (Pape)

[Seite 1104] gewandt, Erkl. von εὐτράπελος, Arist. eth. 4, 8; gew. im guten Sinne, gutartig, Hippocr. u. Poll. – Adv., Schol. Thuc. 1, 122, als Erkl. von εὐοργήτως.

Greek (Liddell-Scott)

εὔτροπος: -ον, (τρέπω) εὔστροφος, οἱ δὲ ἐμμελῶς παίζοντες εὐτράπελοι προσαγορεύονται, οἷον εὔτροποι˙ τοῦ γὰρ ἤθους αἱ τοιαῦται δοκοῦσι κινήσεις εἶναι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 3. ΙΙ. ὁ καλοὺς ἔχων τρόπους, «εὔτροπος γὰρ ἀνὴρ ὁ τὸ ἦθος ἔχων εἰς τὸ εὖ τετραμμένον» Σχόλ. εἰς Ὀδ. Α. 1˙ ἐπὶ νοσημάτων, ἤπιος, οὐχὶ ὀξύς, καὶ εὔτροποι καὶ οὐ κατόξεες Ἱππ. 50. 24. - Ἐπίρρ. εὐτρόπως, «εὐοργήτως, εὐτρόπως˙ ὀργὴ γὰρ ὁ τρόπος» Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 122.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
versatile.
Étymologie: εὖ, τρέπω.

Greek Monolingual

εὔτροπος, -ον (ΑΜ)
επιδέξιος, εύστροφος
αρχ.
1. αυτός που έχει καλούς τρόπους
2. (για νοσήματα) ήπιος, μαλακός.
επίρρ...
εὐτρόπως (Α)
(ως σχόλ. του επιρρ. εὐοργήτως στον Θουκ.) «εὐοργήτως
εὐτρόπως
ὀργὴ γὰρ ὁ τρόπος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τρόπος (< τρέπω)].

Greek Monotonic

εὔτροπος: -ον (τρέπω), εύστροφος, πολυμήχανος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

εὔτροπος: 1) изворотливый, легко приспособляющийся Arst.