ἠλασκάζω: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠλασκάζω:''' [[εκτεταμένος]] [[τύπος]] του [[ἠλάσκω]], σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., [[φεύγω]] από..., [[αποφεύγω]], τρέπομαι σε [[φυγή]]· ἐμὸν [[μένος]] ἠλασκάζει, αποφεύγει την [[οργή]] μου, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἠλασκάζω:''' [[εκτεταμένος]] [[τύπος]] του [[ἠλάσκω]], σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., [[φεύγω]] από..., [[αποφεύγω]], τρέπομαι σε [[φυγή]]· ἐμὸν [[μένος]] ἠλασκάζει, αποφεύγει την [[οργή]] μου, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἠλασκάζω:''' <b class="num">1)</b> блуждать, носиться (ὑπὸ πτόλιν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> странствуя посещать, обходить (νήσους τε καὶ ἀνέρας HH);<br /><b class="num">3)</b> убегать, избегать ([[μένος]] τινός Hom.).
}}
}}

Revision as of 21:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠλασκάζω Medium diacritics: ἠλασκάζω Low diacritics: ηλασκάζω Capitals: ΗΛΑΣΚΑΖΩ
Transliteration A: ēlaskázō Transliteration B: ēlaskazō Transliteration C: ilaskazo Beta Code: h)laska/zw

English (LSJ)

lengthd. form of

   A ἠλάσκω, ὑπὸ πτόλιν ἠλασκάζων Il.18.281: c. acc. loci, h.Ap.142 codd.    II shun, flee from, c. acc., ἐμὸν μένος ἠλασκάζει Od.9.457 (v.l. ἠλυσκάζει).

German (Pape)

[Seite 1159] = Folgdm, von Menschen, Il. 18, 281 H. h. Apoll. 142, Schol. πλανώμενος. – Od. 9, 457 ἐμὸν μένος ἠλασκάζει, er weicht meinem Zorne durch Entfliehen aus, meidet ihn, Schol. ἐκκλίνει; vgl. ἀλυσκάζω u. Nitzsch zur Stelle, der richtig Passow's Vermuthung, daß vielleicht ἠλυσκάζει zu schreiben sei, zurückweis't.

Greek (Liddell-Scott)

ἠλασκάζω: ἐκτεταμένος τύπος τοῦ ἠλάσκω, ὑπὸ πτόλιν ἠλασκάζων Ἰλ. Σ. 281· μετ’ αἰτ. τόπου, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 142. ΙΙ. ἐν τῇ Ὀδ. Ι. 457, μετ’ αἰτ., ἐμὸν μένος ἠλασκάζει, ἐκφεύγει, ἀποφεύγει τὴν ὁργὴν μου, ἐκτὸς ἂν πρέπῃ νὰ ἀναγνωσθῇ ἠλυσκάζει, Ἰων ἀντὶ ἀλυσκάζει, πρβλ. Herm. Ὀρφ. Ἀργ. 439.

French (Bailly abrégé)

1 errer çà et là;
2 tr. fuir, éviter, acc..
Étymologie: ἠλάσκω.

English (Autenrieth)

(ἠλάσκω): wander about; trans., ἐμὸν μένος, ‘try to escape’ by dodging, Od. 9.457.

Greek Monolingual

ἠλασκάζω και ἠλυσκάζω (Α)
1. περιφέρομαι, περιπλανώμαι («ὑπὸ πτόλιν ἠλασκάζων», Ομ. Ιλ.)
2. ξεφεύγω, αποφεύγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του ηλάσκω].

Greek Monotonic

ἠλασκάζω: εκτεταμένος τύπος του ἠλάσκω, σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., φεύγω από..., αποφεύγω, τρέπομαι σε φυγή· ἐμὸν μένος ἠλασκάζει, αποφεύγει την οργή μου, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἠλασκάζω: 1) блуждать, носиться (ὑπὸ πτόλιν Hom.);
2) странствуя посещать, обходить (νήσους τε καὶ ἀνέρας HH);
3) убегать, избегать (μένος τινός Hom.).