θωρηκτής: Difference between revisions
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θωρηκτής:''' -οῦ, ὁ ([[θωρήσσω]]), οπλισμένος με θώρακα, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''θωρηκτής:''' -οῦ, ὁ ([[θωρήσσω]]), οπλισμένος με θώρακα, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θωρηκτής:''' οῦ ὁ одетый в броню воин, латник Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:56, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ, (θωρήσσω)
A armed with θώραξ, Ἀργείοισι θωρηκτῇσι Il.21.429; Λυκίων, Τρώων πύκα θωρηκτάων armed with stout cuirass, 12.317,15.689.
German (Pape)
[Seite 1230] der Geharnischte, Gewappnete, Τρῶες, Ἀργεῖοι, Il. 15, 689. 21, 429.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
guerrier cuirassé.
Étymologie: θωρήσσω.
English (Autenrieth)
(θωρήσσω): cuirassed, wellcuirassed. (Il.)
Greek Monolingual
θωρηκτής, ὁ (Α) θεωρήσσω
οπλισμένος με θώρακα («ὅτ' Ἀργείοισι μαχοίατο θωρηκτῇσιν», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
θωρηκτής: -οῦ, ὁ (θωρήσσω), οπλισμένος με θώρακα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
θωρηκτής: οῦ ὁ одетый в броню воин, латник Hom.