καταθλίβω: Difference between revisions
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταθλίβω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ψω</i>, [[πιέζω]] [[κάτι]] [[επάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]], [[συμπιέζω]]· μτχ. Παθ. αορ. βʹ, <i>καταθλῐβείς</i>, σε Πλούτ. | |lsmtext='''καταθλίβω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ψω</i>, [[πιέζω]] [[κάτι]] [[επάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]], [[συμπιέζω]]· μτχ. Παθ. αορ. βʹ, <i>καταθλῐβείς</i>, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατα-θλίβω neerdrukken, samenpersen. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:56, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ],
A press down, τοὺς δαλούς Thphr.Ign.23; [τοὺς μαστούς] Sor.1.76; τὸ πνεῦμα Plu.2.133d; καταθλῐβεῖσα ἀναθυμίασις Id.Aem.14.
German (Pape)
[Seite 1349] nieder-, unterdrücken, zerquetschen, Plut.; ἐν βάθει καταθλιβεῖσα ἡ νοτερὰ ἀναθυμίασις Aem. Paul. 14; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταθλίβω: μέλλ. -ψω, πιέζω τι ἐπάνω εἴς τι, ἐάν τις καταθλίβῃ τοὺς δαυλοὺς ἀποσβέννυσιν Θεόφρ. π. Πυρὸς 23· καταπιέζω, τὸ πνεῦμα Πλούτ. 2. 133D· καταθλιβεῖσα ἀναθυμίασις ὁ αὐτ. ἐν Αἰμιλ. 14. ῑ, πλὴν ἐν τῷ ἀορ. β΄.
French (Bailly abrégé)
étreindre, étouffer.
Étymologie: κατά, θλίβω.
Greek Monolingual
(AM καταθλίβω)
1. πιέζω ισχυρά, καταπιέζω
2. μτφ. καταδυναστεύω, κατατυραννώ
νεοελλ.
καταλυπώ, στενοχωρώ, πικραίνω πολύ
νεοελλ.-μσν.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταθλιμμένος, -η, -ο(ν)
υπερβολικά θλιμμένος.
Greek Monotonic
καταθλίβω: [ῡ], μέλ. -ψω, πιέζω κάτι επάνω σε κάτι άλλο, συμπιέζω· μτχ. Παθ. αορ. βʹ, καταθλῐβείς, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-θλίβω neerdrukken, samenpersen.