κλισμός: Difference between revisions

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
(5)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κλισμός:''' ὁ ([[κλίνω]]), [[καναπές]], [[ανάκλιντρο]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''κλισμός:''' ὁ ([[κλίνω]]), [[καναπές]], [[ανάκλιντρο]], σε Όμηρ.
}}
{{elnl
|elnltext=κλισμός -οῦ, ὁ [κλίνω] leunstoel.
}}
}}

Revision as of 09:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλισμός Medium diacritics: κλισμός Low diacritics: κλισμός Capitals: ΚΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: klismós Transliteration B: klismos Transliteration C: klismos Beta Code: klismo/s

English (LSJ)

ὁ (fem. only in Theoc.15.85), (κλίνω)

   A couch, κλισμούς τε θρόνους τε Od.1.145; χρύσεοι κ. Il.8.436; κ. βασιλήϊος Thgn.1191, cf. Hp.Mul.2.149, E.Or.1440 (lyr.); κ. δίφροιο Arat.251.    II inclination, slope, Arist.Col.792a22.

German (Pape)

[Seite 1455] ὁ (κλίνω), Lehnstuhl, Ruhebett, neben θρόνος, Od. 1, 145 u. öfter; von diesem vielleicht ursprünglich unterschieden, vgl. θρόνος u. Ath. V, 192 f; mit einer Fußbank versehen, Od. 4, 136; βασιλήϊος Theogn. 1191; Eur. Or. 1440; sp. D., wie Arat. 251. – Die Schreibart κλεισμός, Hesych., ist falsch.

Greek (Liddell-Scott)

κλισμός: ὁ, (κλίνω) ὡς τὸ κλισία ΙΙ, κλιντήρ, ἀνάκλιντρον, συχν. παρ’ Ὁμ., κλισμούς τε θρόνους τε Ὀδ. Α 145· κοσμεῖται διὰ χρυσοῦ, Ἰλ. Θ. 436· διὰ τάπητος, Ἰλ. Ι. 200· ἔχων ὑποπόδιον (θρῆνυς), Ὀδ. Δ. 136· κλ. βασιλήϊος Θέογν. 1191, πρβλ. Ἱππ. 657. 33, Εὐρ. Ὀρ. 1440· κλ. δίφροιο Ἄρατ. 251. ΙΙ. κλίσις, κατωφέρεια, Ἀριστ. π. Χρωμ. 2, 4.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
lit de repos, siège allongé.
Étymologie: κλίνω.

English (Autenrieth)

(κλίνω): reclining chair, easy-chair, Od. 1.145. (Cf. adjoining cut, or Nos. 105, 106.

Greek Monolingual

κλισμός, ὁ (Α)
1. είδος αναπαυτικού καθίσματος, ανάκλιντρο («χρυσέοισιν ἐπὶ κλισμοῑσι καθῑζον», Ομ. Ιλ.)
2. κατηφοριά, κλίση εδάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνω + κατάλ. -μός. Το -σ- από επίδραση τών κλίσις, κλισία.

Greek Monotonic

κλισμός: ὁ (κλίνω), καναπές, ανάκλιντρο, σε Όμηρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλισμός -οῦ, ὁ [κλίνω] leunstoel.