Κέρκυρα: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Κέρκῡρα:''' ἡ, το [[νησί]] της Κέρκυρας (Κορφοί), σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίθ. [[Κερκυραῖος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, [[Κερκυραϊκός]], στον ίδ. κ.λπ.· <i>τὰ</i> Κερκυραϊκά, ζητήματα τα σχετικά με την [[Κέρκυρα]], σε Θουκ.
|lsmtext='''Κέρκῡρα:''' ἡ, το [[νησί]] της Κέρκυρας (Κορφοί), σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίθ. [[Κερκυραῖος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, [[Κερκυραϊκός]], στον ίδ. κ.λπ.· <i>τὰ</i> Κερκυραϊκά, ζητήματα τα σχετικά με την [[Κέρκυρα]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''Κέρκῡρα:''' поздн. [[Κόρκυρα]] ἡ Керкира (о-в Ионического моря, у побережья Эпира, ныне Корфу) Her., Thuc. etc.
}}
}}

Revision as of 09:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κέρκῡρα Medium diacritics: Κέρκυρα Low diacritics: Κέρκυρα Capitals: ΚΕΡΚΥΡΑ
Transliteration A: Kérkyra Transliteration B: Kerkyra Transliteration C: Kerkyra Beta Code: *ke/rkura

English (LSJ)

ἡ, and Κερκῡραῖοι, οἱ,

   A = Κόρκυρα, Κορκυραῖοι, in codd. of Hdt., Th., and later Attic Inscrr., IG22.96, etc.; early Attic Inscrr. and Corcyraean coins have Κορ-, IG12.295, BMus.Cat.Coins Thessaly p.117, Corinth p.112.

Greek (Liddell-Scott)

Κέρκῡρα: ἡ, ἡ νῆσος Κέρκυρα, ἥτις νῦν καὶ «Κορφοὶ» λέγεται ἐνίοτε, Ἡρόδ., κτλ.· ― Ἐπίθ. Κερκυραῖος, α, ον, Ἡρόδ. 3. 48, κτλ.· ὡσαύτως, Κέρκυρ, ῡρος, Ἀλκμὰν 83· Κ. μάστιξ, ἦτο ἰδιαιτέρως φοβερὸν βασανιστήριον ὄργανον ἐκ πολλῶν λωρίδων συγκειμένη, καλουμένη κωμικῶς Κερκυραῖα πτερὰ παρ’ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1462, ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ.· ― τὰ Κερκυραϊκά, δηλ. πράγματα, Θουκ. 1. 118. Ὁ Λατ. τύπος Κορκ- (Corcyra) συχνάκις ἀπαντᾷ ἐν τοῖς ἀρίστοις τῶν ἀντιγράφων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1463, Στράβ. 44, 299, Διόδ. 4. 72, Παυσ. 1. 11 6., 5. 27, 9, κτλ.· καὶ οὕτω συνεχῶς φέρεται ἐπὶ νομισμάτων, ὥστε ὁ Spanh. πιστεύει ὅτι οὗτος εἶναιμόνος ὀρθὸς τύπος· ἀλλ’ ὅμως μόνον ὁ τύπος Κερκ- ἀπαντᾷ παρ’ Ἡροδ., Θουκ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
Corcyre (Corfou), île de la mer Ionienne.
Étymologie: DELG pê d’origine illyrienne, Κέρκυρ (cf. lat. quercus), « l’île aux chênes ».

Greek Monotonic

Κέρκῡρα: ἡ, το νησί της Κέρκυρας (Κορφοί), σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίθ. Κερκυραῖος, , -ον, Κερκυραϊκός, στον ίδ. κ.λπ.· τὰ Κερκυραϊκά, ζητήματα τα σχετικά με την Κέρκυρα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

Κέρκῡρα: поздн. Κόρκυρα ἡ Керкира (о-в Ионического моря, у побережья Эпира, ныне Корфу) Her., Thuc. etc.