κομπέω: Difference between revisions
κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κομπέω:''' ([[κόμπος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> κάνω κρότο, [[αντηχώ]], [[συγκρούομαι]], κόμπει [[χαλκός]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., όπως το [[κομπάζω]], [[μιλώ]] μεγαλόστομα, [[καυχιέμαι]], [[κομπάζω]], σε Ηρόδ., Ευρ.· με σύστ. αντ., <i>κ. μῦθον</i>, [[βγάζω]] κομπαστικό λόγο, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[καυχιέμαι]] για, σε Αισχύλ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[αντικείμενο]] καυχησιολογίας, σε Θουκ. | |lsmtext='''κομπέω:''' ([[κόμπος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> κάνω κρότο, [[αντηχώ]], [[συγκρούομαι]], κόμπει [[χαλκός]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., όπως το [[κομπάζω]], [[μιλώ]] μεγαλόστομα, [[καυχιέμαι]], [[κομπάζω]], σε Ηρόδ., Ευρ.· με σύστ. αντ., <i>κ. μῦθον</i>, [[βγάζω]] κομπαστικό λόγο, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[καυχιέμαι]] για, σε Αισχύλ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[αντικείμενο]] καυχησιολογίας, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κομπέω:''' <b class="num">1)</b> звучать, звенеть, гудеть (κόμπει χαλκὸς ἐπὶ [[στήθεσσιν]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> извлекать звук, стучать, ударять: χύτραν ὠνούμενοι κομποῦμεν Diog. L. покупая горшок, мы постукиваем (по нему);<br /><b class="num">3)</b> хвастаться, высокомерно утверждать (ὡς σὺ κομπεῖς Eur.): [[τοσόνδε]] κ. μῦθον Soph. столь кичливо говорить; ὑψηλὰ κ. Soph. безмерно хвастаться; ὅσοιπερ κομποῦνται Thuc. (у сицилийцев нет стольких гоплитов), сколько хвастливо утверждается. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:04, 31 December 2018
English (LSJ)
(κόμπος)
A ring, clash, κόμπει χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσι φαεινός Il.12.151. 2 c. acc., κ. χύτραν ring a pot to see if it be sound, D.L.6.30 (restored from Eust.896.61 for σκοποῦμεν), cf. 2.78. II metaph., boast, brag, τί κομπέω παρὰ καιρόν; Pi.P.10.4; κ. ἄλλως Hdt.5.41; ὡς σὺ κομπεῖς E.Or.571: c. acc. cogn., κ. μῦθον speak a boastful speech, S.Aj.770; ὑψήλ' ἐκόμπεις ib. 1230. 2 c. acc., boast of, κ. γάμους A.Pr.947:—Pass., ὁπλῖται, ὅσοιπερ κομποῦνται are boasted of, Th.6.17, cf. Phld.Rh.2.33 S. 3 c. acc. et inf., boast that... E.El.815; κ. ὅπως . . boast how... S.OC 1149.—Like κομπάζω, rare in Prose.
German (Pape)
[Seite 1479] tönen, lärmen, schallen; von an einander geschlagenen ehernen Körpern, κόμπει χαλκός, das Erz ertönte, Il. 12, 151; auch von irdenen Gefäßen, Eust. – Gew. übertr., hochfahrende Reden ertönen lassen, großprahlen, aufschneiden; κομπεῖς τι παρὰ καιρόν Pind. P. 10, 4; Her. 5, 41; c. accus., οὕστινας κομπεῖς γάμους Aesch. Prom. 949; τοσόνδ' ἐκόμπει μῦθον Soph. Ai. 770, öfter; Eur. Or. 563. Auch im pass., Thuc. 6, 17 οὐδ' ὁπλῖται οὔτ' ἐκείνοις ὅσοιπερ κομποῦνται, διεφάνησαν, so viel man prahlerisch behauptet.
Greek (Liddell-Scott)
κομπέω: (κόμπος) κροτῶ, ἀντηχῶ, κόμπει χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσι φαεινὸς Ἰλ. Μ. 151· ἐπὶ ἤχου κρουομένου σκεύους, κ. χύτραν, λοπάδα, κτυπῶ, ἐπικρούω πήλινον ἀγγεῖον, ὅπως ἴδω μήπως εἶναι βεβλαμμένον, Διογ. Λ. 6. 30 (κατὰ διόρθωσιν ἐκ τοῦ Εὐστ. 896. 61 ἀντὶ σκοποῦμεν), πρβλ. 2. 78· ― κόμπος. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ κομπάζω, κομπορρημονῶ, ὁμιλῶ μετὰ κόμπου, μεγαληγορῶ, καυχῶμαι, Λατ. crepo, τί κομπέω παρὰ καιρόν; Πινδ. Π. 10. 4· κομπ. ἄλλως Ἡρόδ. 5. 41· ὡς σὺ κομπεῖς Εὐρ. Ὀρ. 571· μετὰ συστοίχ. αἰτ., κομπ. μῦθον, ὁμιλῶ λόγον πλήρη καυχήσεως, Σοφ. Αἴ. 770· ὑψήλ’ ἐκόμπεις αὐτόθι 1230. 2) μετ’ αἰτ., καυχῶμαι ἐπί τινι, κ. γάμους Αἰσχύλ. Πρ. 947. ― Παθ., ὁπλῖται, ὅσοιπερ κομποῦνται, περὶ ὅσων ὑπάρχει καύχησις, Θουκ. 6. 17. 3) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., καυχῶμαι ὅτι..., Εὐρ. Ἠλ. 815· οὕτω, κ. ὅπως…, καυχῶμαι πῶς…, Σοφ. Ο. Κ. 1149. ― Ὡς τὸ κομπάζω, σπάνιον παρὰ πεζογράφοις.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 faire du bruit, résonner, retentir;
2 parler avec emphase : κ. μῦθον SOPH ou ὑψηλά SOPH prononcer des paroles orgueilleuses ; κ. γάμους ESCHL parler avec orgueil d’un mariage ; avec une prop. inf. vanter ce fait que EUR ; Pass. être vanté.
Étymologie: κόμπος.
English (Autenrieth)
clash, Il. 12.151†.
English (Slater)
κομπέω
1 vaunt τί κομπέω παρὰ καιρόν; (P. 10.4)
Greek Monotonic
κομπέω: (κόμπος),
I. 1. κάνω κρότο, αντηχώ, συγκρούομαι, κόμπει χαλκός, σε Ομήρ. Ιλ.
II. 1. μεταφ., όπως το κομπάζω, μιλώ μεγαλόστομα, καυχιέμαι, κομπάζω, σε Ηρόδ., Ευρ.· με σύστ. αντ., κ. μῦθον, βγάζω κομπαστικό λόγο, σε Σοφ.
2. με αιτ., καυχιέμαι για, σε Αισχύλ. — Παθ., γίνομαι αντικείμενο καυχησιολογίας, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
κομπέω: 1) звучать, звенеть, гудеть (κόμπει χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσιν Hom.);
2) извлекать звук, стучать, ударять: χύτραν ὠνούμενοι κομποῦμεν Diog. L. покупая горшок, мы постукиваем (по нему);
3) хвастаться, высокомерно утверждать (ὡς σὺ κομπεῖς Eur.): τοσόνδε κ. μῦθον Soph. столь кичливо говорить; ὑψηλὰ κ. Soph. безмерно хвастаться; ὅσοιπερ κομποῦνται Thuc. (у сицилийцев нет стольких гоплитов), сколько хвастливо утверждается.